Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

10


    



Άνοικσε βίαια την πόρτα του μπάνιου. Όχι, δεν κοιτάχτηκε στο μικρό καθρέφτη πάνω απ' το νιπτήρα. Κάθισε βίαια στη λεκάνη. Το λευκό της λεκάνης της προκαλούσε ρίγη ματαιότητας. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα σφίχτηκε πολύ πάνω στη λεκάνη. Τουρτούρισε μια στάλα, αφού ένιωσε κρύο τον ιδρώτα να κυλάει στο λαιμό της. Έτρωγε πολύ. Η Μαρίνα εκείνες τις μέρες έτρωγε πολύ. Πολύ πσωμί. Πολύ τυρί. Και αβγά. Πολλά αβγά. Με τα δυό της χέργια κρατούσε τα δυό της τα μάτχια. Φοβόταν, μήπως και πετάγονταν οι βολβοί των ματχιών της. Έκσω. Από το σφίκσιμο. Τα κατάφερε. Δυό καφετχιές κουράδες έφρακσαν την τρύπα που οδηγούσε στο τέλος του κόζμου. Μετά η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έβαλε τα κλάματα. Με τη μούρη χωμένη στο μικρό παραθυράκι του μπάνιου. Μόνο ο λευκός τοίχος φαινόταν από το μικρό παραθυράκι του μπάνιου της Μαρίνας. Το κλάμα της. Χτυπούσε στο λευκό τοίχο και κσαναγυρνούσε βίαια στα μάγουλά της. Στο μέτωπό της κσαναγυρνούσε. Στα ρουθούνια της χωνόταν. Το κλάμα της. Την υπνώτισε το κλάμα της. Εκείνο το κλάμα ήταν που την έμπασε στο δωμάτιό της. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ηχηρά έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ούσα ακόμη βυθιζμένη στο παραλήρημα των δακρύων. Βυθιζμένη στο μαρτύριο της βάρβαρης υγρασίας. Βαργιά έπεσε στο κρεββάτι. Η Μαρίνα έπεσε στο κρεββάτι βαργιά. Μόνη κοιμόταν κάθε νύκτα. Όχι κάθε νύκτα. Σχεδόν κάθε νύκτα.
Με βία η Μαρίνα Τσβετάγιεβα κατέβασε το μαύρο λινό παντελόνι της. Με βία η Μαρίνα Τσβετάγιεβα κατέβασε το μαύρο βαμβακερό εσώρουχό της. Με βία η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έχωσε το δάχτυλό της στο αδηφάγο της μουνί. Και σκεφτόταν τις δυό φιλινάδες που περπατούσαν χτες το απόγεμα στο πάρκο. Πιαζμένες χέρι-χέρι οι δύο φιλινάδες. Και η μία φορούσε λευκό πουκάμισο. Και η Μαρίνα τις είδε. Τις δύο ερεθιζμένες ρώγες της μιάς, τις είδε η Μαρίνα. Και τις μαλαματένιες. Τις φτερωτές γάμπες της άλλης, τις είδε η Μαρίνα. Και χτυπχιόταν πάνω στο κρεββάτι, η Μαρίνα. Πχιο βαθχιά έχωνε το δάχτυλο εντός της, η Μαρίνα. Τα δάκρυα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα θαρρείς κι ήταν πέτρινα, άφηναν λακκούβες στα λευκά σεντόνια. Κι αυτή βωβή να σφαδάζει. Η μοσχοβίτικη γλώσσα της φοβιζμένα είχε κουρνιάσει στο θλιβερό ουρανίσκο. Τότε το μουνί της Μαρίνας Τσβετάγιεβα έχυσε λευκά δάκρυα στα λευκά σεντόνια. Βίαια έκλεισε τα μάτχια της. Από φόβο μην πεταχτούν οι βολβοί. Έκσω μην πεταχτούν. Από την παραφροσύνη της έκστασης έκσω μην πεταχτούν. Κρύωσε μετά και τυλίχτηκε μέσα στην ασπρίλα των κλινοσκεπαζμάτων. Μέσα 'κει πήρε τρεις ανάσες. Και τότε ακριβώς ήταν που η Μαρίνα συνειδητοποίησε πως ποτέ πχιά δε θα κσαναγινόταν ετών 10. Πχιά ποτέ 10. Στα δικά της 10 ζούσε μέσα σε σελίδες. Σε σελίδες γαλλικών μυθιστορημάτων ζούσε. Οι παιδικές της αναμνήσεις ήταν αυτά τα γαλλικά μυθιστορήματα. Οι παιδικές αναμνήσεις της Μαρίνας Τσβετάγιεβα ήταν από χαρτί. Απελπισία την έπχιασε στη σκέπση πως ήταν πχιά αργά για μεγάλους έρωτες. Αργά πχια για 10 χρονών. Αργά για πάθη και μονομανίες. Κι ύστερα αποκαμωμένη, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έφερε στο μυαλό της την Ιρίνα. Την κόρη της, την Ιρίνα σκέφτηκε, η Μαρίνα. Με δυσκολία μπορούσε πχια ν' ανατρέκσει στο πρόσωπό της. Την κσεχνούσε. Βίαια την κσεχνούσε. Σα να μην την είχε γεννήσει ποτέ της, την Ιρίνα. Μόνο τη βυσσινί κορδέλα, που φορούσε στα μαλλιά της, η Ιρίνα, καθώς το άπσυχο κορμί της βυθιζόταν στη γη, θυμόταν η Μαρίνα. Την κορδέλα. Η Μαρίνα. Και αποκοιμήθηκε μες στην ασπρίλα των κλινοκσεπαζμάτων, με τη σκέπση της Ιρίνας. Κι ονειρεύτηκε ότι τραμπαλιζόταν απ'το ταβάνι του δωματίου της. Κι ανέμιζαν τα μαλλιά της. Ο αέρας που έμπαινε απ'το ανοιχτό παράθυρο έκανε τα μαλλιά της ν' ανεμίζουν. Θαρρείς και χόρευε κρεμαζμένη απ' το ταβάνι. Χαμογελώντας κσύπνησε η Μαρίνα. Ανακουφιζμένη. Πχιά η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ήκσερε ακριβώς τι ήθελε να γίνει.
Αυτόχειρας, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ήθελε να γίνει.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

η μαρίνα ήθελε να μείνει στα δέκα.\
η μαρίνα δεν ήθελε παιδί.
η μαρίνα ένιωσε ξαφνικά πολύ μεγάλη, πολύ κουρασμένη..
η μαρίνα θέλει να πεθάνει...
η μαρίνα ειναι μόνη.
lounti,

antonis mauthausen είπε...

το φιλοθεάμον κοινότατο αναμένει
την ανασκευήν του παρόντος
το μέλλον της απούσης
την γενναιόδωρον φαντασίαν
να δανειστεί λόγω εγγενούς, ομολογημένης αδυναμίας


άιντε, τι θα γίνει;