Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

ζενερίκ

" Γέρο Σαλ! Σαλ! Μπάρμπα Σαλ! Κοκαλιάρη Σαλ! Μούμια! Σαλ! Σαλ! Άνοιξε ρε γέρο που να σε πάρει ο διάλος! Σαλ! Μπαίνω ρε! Μούμια, δε χτυπάω ρε. Γυρνάω το κλειδί της εξώπορτας. Και η πόρτα ανοίγει χούφταλο. Τραβάω και τη σίτα. Ρε μπάρμπα αυτό είναι εντελώς τρύπιο. Φτηνόπραμα. Στο σαλόνι είσαι Σαλ κατεργάρη! Ακούω εγώ το μπράντυ που στάει στο λαρύγγι σου Σαλ κατεργάρη. Στο σαλόνι την έχεις πέσει ραμολί του ελέους, ε; Ρε τσέχικη μούμια πως είσαι έτσι; Μου λες πως είσαι έτσι;! Ξυρίσου ρε, η μουστάκα σου έχει εξαφανίσει το στοματάκι σου το φαφούτικο. Όχι, ότι είχες και τίποτα να μας πεις δηλαδή, αλλά να κρίμα να μη βρίσκεις και τα χείλια της μποτίλιας, ε;! Θα σωριαστώ στην πολυθρόνα που σου χάρισε η γριά Ντέηβις για τους μεντεσέδες που της έφτιαξες, εντάξει πονηρούλη Σαλ; Εννοώ, είσαι εντάξει μ' αυτό; Με μένα να θρονιάζομαι απέναντι από σένα και το μπράντυ σου. Κατεργάρη, δε μιλάς. Ζέχνει ρε γέρο δω μέσα. Γαμώτη μου ζέχνει. Τα κάτουρα ζέχνει από τα παλιοπράματα που κουβαλάς δω μέσα. Τις γάτες. Έξω να τις πάς. Έξω καλύτερα.Έξω τις έχω κι 'γω. Εκεί στη μάντρα, έξω τις πάω. Τις γάτες λέω. Στη μάντρα βέβαια μοναχά έξω έχει. Πουθενά μέσα. Ακούς ρε σαφρακιασμένε ή τζάμπα τα λέω; Δύο έχω τώρα, τις άλλες τις ξεπάστρεψε η Πόλλυ Μαγκού, γιατί λέει έκαναν κακό στο κάρμα της. Δεν της είπα τίποτα, αλλά της το φυλάω της παλιογεροντοκόρης. Ακούς, της το φυλάω! Που λες... Μίνι και Μόσκοβιτς λένε τα γατιά. Τις ταϊζω ό,τι σκατά τρώω κι 'γω. Και κατουράνε έξω. Έξω απ' το σαράβαλο που κοιμάμαι τα τελευταία βράδια. Απ' το παράθυρο του συνοδηγού πηδάνε δηλαδή και πάνε στην μπροστινή ρόδα, την αριστερή και κατουράνε. Για να λέμε την αλήθεια γέρο μου, μπροιστινή ρόδα δεν υπάρχει. Η Μίνι και ο Μόσκοβιτς κατουράνε εκεί που κάποτε υπήρχε μπροστινή αριστερή ρόδα. Μη με ρωτήσεις που χέζουνε τα ζωντανά, δεν ξέρω. Μα θα πρέπει να χέζουν κάπου, έτσι δεν είναι; Τί λες; Εννοώ, με τόσα σκατά που τρώνε... Προσωπική τους υπόθεση. Κι 'γω. Μπροστά τους δε χέζω, κρατάμε τους τύπους. Εννοώ, δε θέλω να τ' αμολάω σε μπροστινές ή πισινές ρόδες ή έστω εκεί που κάποτε υπήρξαν μπροστινές ρόδες. Στο λόφο πάω για τη δουλειά. Δε φτυαρίζω ή τίποτα τέτοιο. Αγκαλιάζω έναν βράχο. Κολλάω το μάγουλό μου πάνω του κι έπειτα ανακούφιση. Τ' ακούς λιγδιάρη; Ανακούφιση. Μετά αν συνεχίζει να είναι πρωί, κατηφορίζω απ' την άλλη μεριά του λόφου και πάω στους γέρους μου. Σαλ, φυματική μούμια, οι γέροι μου είναι πιο γέροι κι από 'σένα. Ακούς Σαλ, πιο γέροι ακόμη κι από 'σένα. Με άσπρα μαλλιά και σταφιδιασμένα πρόσωπα, ξέρεις. Η μάνα μου τα 'χει πάιξει τελείως. Εννοώ, δεν επικοινωνεί και τέτοια. Ξέρεις που κοιτάζει πέντε ώρες το χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντηλο της κουζίνας με την ίδια προσήλωση που κοιτάζει και τον όσιο αρχίδη που 'ναι κρεμασμένος πάνω απ' το κρεβάτι της. Τρελή. Συρρικνωμένη κι επικίνδυνη. Κυκλοφορεί με τη μουσταρδή, αυτήν την τριμμένη ρόμπα που 'χει απ την εποχή του Γαλιλαίου. Κρατάει την τσάντα της και ένα άδειο λιβανιστήρι. Και ξέρεις, ρε Σαλ τσέχικο ρεμάλι, μουρμουράει όλο μουρμουράει φαφούτικα και καλασμένα σαν το βηματισμό της κατσαρίδας που βγαίνει απ' τ' αδεινό τρομπόνι ενός νεκρού. Πες τίποτα ρε θείο. Πολύ μούγγα κι ιστορία μας το παίζεις σήμερα. Ξεδοντιάρα είναι η μάνα μου. Από αυτήν το πήρα. Τ' απογέματα κάθεται στη χωματερή δίπλα από το σπίτι και μασουλάει σταφύλια και μετά φτύνει το απέξω μέσα στο πορσελάνινο πιάτο με τα τρία παπάκια στην άκρη. Κι έπειτα ξεδιαλέγει τα πιο ζουμερά φτυμένα απ' το σωρό, τα ξαναβάζει στο στόμα και τα ξαναφτύνει και αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει για πάντα, αν δεν την έφτυνε στη μάπα ο γέρος μου. Δε μιλάνε πια. Τ' απογέματα τη φτύνει όπου βρει και την υπόλοιπη μέρα της χώνει κλωτσιές στον κώλο. Εννοώ, στο μέρος που κάποτε συνήθιζε να 'χει για κώλο. Μια σκατοσακούλα έχει τώρα. Κρέμεται δίπλα στο πλευρό της, το δεξί. Κάθε φορά που κλάνει μοιάζει να 'χουν ανοίξει οι πυλές της αβύσσου. Επειδή, εγώ είμαι ο γιός. Ο ένας γιός. Ο τελευταίος γιός. Ο μοναχικός μοναδικός γιός. Ο εκλεκτός. Ο εκλεκτός και μόνο αυτός αλλάζει τη σκατοσακούλα Σαλ. Δε δέχτηκα αυτήν την κληρονομιά. Κι ας βούρκωσε κι ας παραμίλησε κι ας με καταράστηκε στον όσιο αρχίδη. Την παράτησα μες στα σκατά της γέρο μου. Παρατάω τη σακούλα της ξέχειλη στη νερουλή κουράδα και φεύγω. Αφού έχω ποτίσει την περουβιανή μπιγκόνια, καθώς εκείνη ουρλιάζει, καθώς ο γέρος μου την πάει κλωτσοπατινάδα. Και φεύγω μπάρμπα, γιατί η Μίνι και ο Μόσκοβιτς με περιμένουν για την καθιερωμένη παρτίδα ντόμινο στο πίσω κάθισμα της Πακάρ, που παράτησε ο μακαρίτης ο Λόουελ Μάντισον. Για πολλές ώρες μετά ανταριάζομαι στομαχικώς και στραγγίζει το στόμα μου από σάλιο, καθώς τη σκέφτομαι. Τη γριά μου, καθώς τη σκέφτομαι Να μπήγει τα μυτερά, κίτρινα νύχια των ποδιών της στις σομόν ποαντόφλες. Αυτές τις χνουδωτές που ζέχνουν κάτουρο δικό της. Νεκρή τη σκέφτομαι, μ'αυτά τα μυτερά και κίτρινα νύχια να ξύνει το φέρετρο και κείνα να μακραίνουν και να μακραίνουν, να ξεμακραίνουν. Σαλ, να σπάνε το φέρετρο και να φτάνουν στο κρεβάτι που κοιμάται ο γέρος μου και να τυλίγονται γύρω απ' το λαιμό του και να τον πνίγουν. Να τυλίγονται γύρω από τον πλισέ λαιμό του και να τον πνίγουν. Εκείνος είναι παραμορφωμένος. Εννοώ, του πετάει ένα μυστήριο εξόγκωμα απ' την κοιλιά. Κοίλη. Έτσι δεν το λένε ρε τριτοηλικιακή λέρα; Και το μισό του πρόσωπο είναι καλυμμένο μ' ελιές. Ξέρεις θείο, κάτι νύχτες που είμαι ξάπλα στο καπό της Φορντ της μακαρίτισσας της Αννίτας Γουόντερλυ, λέω πως, πως λέω ρε γέρο βγήκα από αυτά τα δύο εκτοπλάσματα λέω. Μετά ανατριχιάζω καθώς φέρνω στο νου μου το μουνί του εκτοπλάσματος με τη σκατοσακούλα. Εννοώ, όσα καντάρια μπράντυ και να πιείς μπάρμπα δεν μπορείς να χωνέψεις πως το εκτόπλασμα χωρίς κώλο έχει μουνί. Ξέρεις Σαλ από μικρός πίστευα πως η είσοδος της κόλασης είναι το μουνί της μάνας μου. Εννοώ Σαλ, είμαι κι 'γω εκτόπλασμα. Είμαι λες; Επειδή έχω κάνει και δύπο χρόνια στο κολλέγιο, είμαι λέω. Εννοώ, άμα δεν έχεις διόλου δόντια και μένεις σε νεκροταφείο αυτοκινήτων, είσαι. Δεν είσαι; Εκτόπλασμα. Μη τη βγάζεις στη μούγγα ρε γέρο! Σπίκαρε κάνα φωνήεν! Τις νύχτες που ακόμη και η Μίνι και ο Μόσκοβιτς μολογάνε πως είμαι γαμημένο εκτόπλασμα, γλιστράω κάτω από τη μάσταγκ του διαολεμένου του Πήτερ Λόρρε και μένω εκεί χάμω ακίνητος στα σκοτεινά. Ακίνητος. Με σφιγμένα χείλια, ακίνητος. Με τις γροθιές σφιγμένες και ακίνητος. Τότε απαγγέλω βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στην κοιλιά μου. Στίχους λέω, γιατί έχω περάσει και δύο χρόνια απ' το κολλέγιο. Μέσα στην κοιλιά μου βαθιά, πολύ βαθιά στίχους λέω του Νίκου Καρούζου, στίχους λέω πνιγμένους στην αιθυλική αλκοόλη και στα γαστρικά υγρά. Τον ξέρεις τον Νίκο Καρούζο μούμια; Μόνο το πρωί γλιστράω στο τιμόνι της μάσταγκ και οδηγώ. Δεν είμαι εκτόπλασμα λέω τότε, μόνο ξεδοντιάρης. Και σήμερα γέρο ήτανε ένα απ' αυτά τα πρωινά, αλλά διαφορετικό. Οδήγησα τη μάσταγκ και λέω γέρο. Αυτό ακριβώς είπα. Και άκου. Βαριέμαι, αυτό ακριβώς είπα. Βαριέμαι, είπα. Να τρίβω τις σάρκες μου στα ξεντεριασμένα καθίσματα αυτοκινήτων πλάι στην Μίνι και τον Μόσκοβιτς. Να βαριανασαίνω μες τη σήψη της γριάς μου. Να πεταρίζω τα τσιμπλιασμένα βλέφαρά μου στη θέα των αστραγάλων της Μαρί Μακφί απ' το κολλέγιο. Και δε με νοιάζει που είμαι τσιμπλιάρης θείο. Εννοώ, οι πράσινες μικρές βλέννες δίνουν λίγο χρώμα στο αναιμικό μου πρόσωπο, βρίσκεις; Είναι που η καρδιά μου χτυπάει πολύ αργά. Ακόμη κι όταν σκέφτομαι τον Νίκο Καρούζο η καρδιά μου χτυπάει αργά. Εννοώ, ποτέ δεν έκανε εκείνη τακ-τακ-τακ, αλλά και αυτό το τικ-τίποτα-τίποτα-τικ, με κούρασε. Γι' αυτό σου λέω Σαλ. Θα γίνει αυτό που κατέβασε η γκλάβα μου τις προάλλες που ξύπνησα στην Μπιούικ του μακαρίτη του Γιοχάνες Ντράγιερ. Γέρο, κάνε στην άκρη τις τρίχες που 'χεις στ' αυτιά και άκου. Χωρίς την Μίνι και τον Μόσχοβιτς, θα πάμε στην άλλη άκρη της πόλης οι δυό μας. Εννοώ, εσύ κι εγώ στην άλλη άκρη της πόλης. Σ' ένα εργαστήριο μπροστά θα σταθούμε. Εργαστήριο που φτιάχνει εμφυτεύματα δοντιών. Εννοώ, αυτούς που γεμίζουν με λευκά τετράγωνα τον κόσμο. Άκου ρε σαφρακιασμένε ασβέ, θα μπούμε μέσα στου δόχτωρ Κλούγκε το εργαστήρι με τα δόντια και 'γω θα βγάλω απ' τη σακούλα ένα στουπί. Εννοώ, ενα στουπί, ε; Εσύ θα το ανάψεις γέρο, μπήκες; Θα το ανάψεις.Και θα το κάψουμε. Να μπουρλοτιάσει. Θα μπαρουτοκαπνιστούν τα λευκά τετράγωνα Σαλ! Μπήκες; Ε; Μπήκες μούμια;! Στάχτες όλα. Ολική καταστροφή λευκού. Γαμημένο μαύρο. Ακούς κοπρίτη; Ρε ξεδοντιάρη δως μου μια γουλιά απ' το φαρμάκι που ρουφάς. Τι παριστάνεις ρε τον ψόφιο ασβό; Θα μπουρλοτιάσει ρε. Στάχτες όλα. Ακούς ρε κατεργάρη;! Σαλ;! Σαλ;!  Μ' ακούς; Σαλ;! Σκατά."




Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

τα νερά


Και καθώς έκλεινε την πόρτα της κόκκινης μάστανγκ-μοντέλο-’83, πιάστηκε το σακάκι του το γαλάζιο. Έγινε έτσι μια μικρή, ανεπαίσθητη τρύπα στη φόδρα. Από μέσα δηλαδή. Και ‘κεινος ξανάκλεισε με βρόντο την πόρτα της κόκκινης μάστανγκ-μοντέλο-’83. Άνοιξε το παράθυρο. Ένα ξηρό αεράκι του καλοκαιριού ταρακούνησε ελαφρά τις οκτώ τελευταίες τρίχες του μουστακιού του, απ’ την αριστερή πλευρά. Μουσική δεν έβαλε. Φύλαγε τ’ αφτιά του για το αργότερα. Στύλωσε τα μάτια στο δρόμο. Στύλωσε τα μάτια στη Βεντούρα φρήγουέη, τη λεωφόρο της μπαναλιτέ και της αποχαύνωσης. Κατηφόριζε κι άφηνε πίσω λευκές επαύλεις. Κατηφόριζε κι άφηνε πίσω ροζ επαύλεις. Κατηφόριζε κι άφηνε πίσω σομόν  επαύλεις, φυστικί επαύλεις και σιδερένιους φράχτες και τσιμεντλενιους φράχτες και μαγαζιά και πολυμαγαζιά και πάρκινγκ, εκατομμύρια χιλιάδες πάρκινγκ. Και κάτι δέντρα. Η κοιλάδα του Σαν Γκαμπριέλ έχει και κάτι δέντρα, μάλλον ψεύτικα. Η Πασαντίνα έχει κάτι δέντρα από αυτά που λειτουργούν με ηλιακή ενέργεια και το βράδυ φωτίζουν. Πριν τα έβαζαν στην πρίζα. Μα τώρα οι καιροί έχουν αλλάξει και προστατεύουν το περιβάλλον και κάνουν αυτό που λέγεται εξοικονόμηση ενέργειας. Απότομα τράβηξε το χειρόφρενο μπροστά από μια έπαυλη στο χρώμα της ώχρας με πορτοκαλί λεπτομέρειες. Μπροστά από μια βαριά καγκελόπορτα, η οποία συνοδευόταν από συναγερμό και μπροστά απ’ το προσοχή σκύλος, στεκόταν ο Μαρτίν. Κίτρινο σακάκι φορούσε και όταν μπήκε στην κόκκινη μάστανγκ-μοντέλο-’83, δεν πιάστηκε στην πόρτα. Τα δάχτυλα του Μάουρο ντελικάτα και αυτόνομα πάτησαν το πράσινο κουμπί και ο Miles Davis διαπέρασε τις κουτσουλιές του παρ-μπριζ κι έκανε τον Μαρτίν να ξύσει με αλεγρία το σγουρό του κεφάλι.

-         Μάουρο, να σταματήσεις στο «ΒΟΛΚΆΝΟ» να πάρουμε κάρνε μπουρίτο.
-         Το παίζεις τουρίστας που αναζητά πικάντικες φολκλόρ νοστιμιές;
-         Όχι. Είδα τη μάνα μου στον ύπνο μου να τρώει κάρνε μπουρίτο καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της μπροστινής αυλής του σπιτιού της.
-         Και από πότε δίνεις εσύ σημασία στα όνειρα, Μαρτίν;
-         Από τότε που έκλεισα τα πενήντα.
-         Πας και γιόγκα;
-         Το σκέφτομαι.
-         Θα κόψεις και το κρέας;
-         Το σκέφτομαι.
-         Θα πάρεις και ποδήλατο;
-         Ίσως.
-         Δε θα σταματήσω.
-         Είσαι μαλάκας.
-         Σκεφτόμουν να περνάγαμε τα σύνορα σήμερα.
-         Ξέχνα το.
-         Θα οδηγώ χωρίς να σταματήσω προς τα σύνορα. Αν αλλάξεις γνώμη τα περνάω, αλλιώς πάμε σ’ ένα ντάηνερ που τρώνε ομελέτες   οι συνοριακοί.
-         Κολτρέην έχεις μαζί σου;
-         Έχω.
-         Δεν τρώω ομελέτες. Έχω χοληστερίνη.
-         Κανένα πρόβλημα. Τι κάνει η γυναίκα σου;
-         Ασχολείται με φιλανθρωπίες αυτό το διάστημα.
-         Ταΐζει τα μπάσταρδα γατάκια της γειτονιάς;
-         Μη γίνεσαι γελοίος. Χρηματοδοτεί ένα ίδρυμα που ασχολείται με την περίθαλψη των αδέσποτων σκυλιών της Πασαντίνα. Μην κάνεις μορφασμούς, τσαλακώνεται το μουστάκι σου.
-         Και η Στέησι;
-         Αρραβωνιάστηκε έναν συμφοιτητή της απ’ το κολλέγιο. Μην κάνεις μορφασμούς Μάουρο, θα κατέβω απ’ το κωλάμαξο.
-         Έχω τικ.
-         Πάει μαζί με τη δυσκοιλιότητά σου μήπως;
-         Μπράβο Μαρτίν παραμένεις πάντα πικρόχολος. Και οι χαρτοπετσέτες σου;
-         Ετοιμάζομαι ν’ ανοίξω παράρτημα στη Νέα Ορλεάνη.
-         Ωραία τώρα πια είμαστε κι οι δυό γιάπηδες σωστοί. Οι μεξικάνοι που ήρθαν στην Αμερική και με σκληρή δουλειά και στερήσεις τα κατάφεραν. Εξασφάλισαν τα παιδιά τους και ως αμερικανοί πια πολίτες, διάγουν βίο έντιμο, αξιοπρεπή και σομόν.
-         Ποτέ δε θα γίνουμε εντελώς αμερικάνοι.
-         Πολύ θα το ‘θελες, ε; Το σκούρο σου πετσί κάποτε ούρλιαζε την ινδιάνικη ρίζα σου. Τώρα όμως περνιέσαι για ένας κοτσονάτος 50άρης που κάηκε απ’ τον ήλιο καθώς έπαιζε τένις.  Ε, Μαρτίν;
-         Γίνεσαι κουραστικός. Τσικάνος θα ‘μαστε πάντοτε.

Ο Μάουρο πάτησε το κόκκινο κουμπί. Ο Miles Davis ξεμύτισε. Ο Μαρτίν τον στραβοκοίταξε.

-   Γιατί έβαλες γαμημένα ραντσέρας;
-   Για να θυμηθούμε το Δουράνγκο Μαρτίν;
-  Δεν το σκέφτομαι καθόλου το Δουράνγκο. Θα πουλήσω μάλιστα και το σπίτι της μάνας μου στη Σιουδάδ Κανατλάν.
-   Το σκέφτεσαι Μαρτίν, γιατί κι ‘γω το σκέφτομαι.
-    Έχεις χαζέψει Μάουρο. Το δίχως άλλο, έχεις χαζέψει.
-   Ναι, ναι, εγώ το σκέφτομαι πολύ το Δουράνγκο. Είναι ώρες όταν είμαι κλεισμένος στο γραφείο που περιπλανιέμαι ξανά στην έρημο της Σονόρα και σκοντάφτω στους σκελετούς των παππούδων μου. Και καίγονται οι πατούσες μου και διψάω. Και τότε έρχεται η γραμματέας μου, φέρνοντάς μου κρύο, μεταλλικό νερό. Και τις νύχτες όταν πέφτω στο κρεβάτι με το ανατομικό στρώμα δίπλα στην Εστεφάνια.  Η Εστεφάνια που όλο ροχαλίζει και παχαίνει, αφήνοντάς μου τόσο λίγο χώρο στο κρεβάτι. Και τότε πάλι σκέφτομαι το Δουράνγκο. Που ‘μαστε 9 χρονών με τον Πεδρίτο και τον Χοακίν στα βουνά του Κανατλάν και ξαπλώναμε κάτω απ’ τον ήλιο. Θυμάσαι Μαρτίν;
-   ‘Οχι.
-   Και όταν τσακώνομαι με την κόρη μου, σκέφτομαι το Δουράνγκο. Μα το θεό Μαρτίν δεν υπάρχει πιο τρομακτικό πράμα στον κόσμο από τα 15χρονα. Όλο φτύνουν λέξεις όπως: καυλί-μουνί-ποπύτσος. Και μετά κλείνονται μες στα δωμάτιά τους και δε χαϊδεύονται, μόνο πηδιούνται Μαρτίν. Η χυδαιότητά τους μ’ ανατριχιάζει Μαρτίν. Δε σκέφτονται τίποτα. Μόνο γαμιούνται. Δε σκέφτονται. Το καταλαβαίνεις Μαρτίν; Δε σκέφτονται. Ψωνίζουν, βρίζουν και πατούν κουμπιά. Όλα όσα χρειάζονται βρίσκονται πάνω σ’ ένα πληχτρολόγιο Μαρτίν.
-  Μαουρίτσιο Νικανόρ Εσπινόσα, παραληρείς.
-  Το δίχως άλλο Μαρτίν. Θα βάλω ν’ ακούσουμε dead moon τώρα Μαρτίν. Τους ξέρεις τους  dead moon;
-   Όχι. Και δεν...
-   Εγώ, για να καταλάβεις, μόνο αυτούς θέλω ν’ ακούω Μαρτίν. Όταν ακούω αυτούς τα θυμάμαι όλα μου τα συναισθήματα. Νοιώθω πόνο. Νοιώθω απελπισία. Απόγνωση. Θυμό. Έρωτα. Έρωτα Μαρτίν.
-   Ερωτεύτηκες τη γραμματέα σου;
-   Όχι, όχι Μαρτίν. Τους είχε πετάξει η κόρη μου στο γραφείο της μαζί με τα βερνίκια νυχιών, τα κινητά, τα καλλυντικά και τις ψεύτικες τις βλεφαρίδες. Τ’ ακούς Μαρτίν; Οι dead moon μαζί με τις ψεύτικες τις βλεφαρίδες. Και ούτε καν τους  άκουσε Μαρτίν. Τους απίθωσε απλά εκεί για να εντυπωσιάσει ένα αγόρι από την τάξη της. Τελικά θα πάνε μαζί στο χορό του σχολείου. Εγώ όμως τους dead moon, τους έσωσα απ’ τα ψεύτικα τα νύχια της.
-   Μπράβο Μάουρο. Ηρέμησε τώρα και σταμάτα να πάρουμε κάρνε μπουρίτο και τσίλε βέρντε. Το παραλήρημά σου μου άνοιξε την όρεξη, νομίζω.
-   Όχι, όχι. Θυμάσαι τότε που ήμαστε στο βουνό και απομακρυνθήκαμε από τους άλλους και ‘γω παραλίγο να πέσω στη χαράδρα του Αλακράν, αλλά εσύ με τράβηξες...
-   Όχι.
-   Με τράβηξες πάνω σου. Και μετά αποκαμωμένοι ξαπλώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Ιδρωμένοι και με κομμένες ανάσες. Και ο Πεδρίτο είχε ξελαρυγγιαστεί να μας φωνάζει. Αλλά εμείς κλείσαμε τα μάτια και ξαπλώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον, Μαρτίν. Και ακούγαμε τα νερά που κατέβαιναν απ’ τη Σιέρρα Μάδρε. Θυμάσαι, Μαρτίν;
-   Σκάσε.
-   Κι ήταν τότε σαν τα νερά να χώθηκαν στις τρίχες των μαλλιών μας. Σα να μας δρόσισαν τα πρόσωπα. Να τρύπησαν τα παντελόνια μας. Να μυρμήγκιασαν τα πέλματά μας. Και ήταν τότε...
-   Πάψε επιτέλους. Μου τρυπάς το κεφάλι με τις ανοησίες σου.
-   Ξυπνάω με τα νερά της Σιέρρα Μάδρε στο κεφάλι μου. Τα νερά της Σιέρρα Μάδρε Μαρτίν εκβάλλουν στο κεφάλι μου. Τα πρωινά. Τ’ ακούω να κατεβαίνουν το βουνό και να με βρίσκουν. Με παίρνουν από την παλιοπασαντίνα και με πηγαίνουν εκεί που ήμαστε ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, Μαρτίν. Τότε που ήμουν ξαπλωμένος δίπλα σου. Τότε που...
-   Βούλωσέ το ρε γαμώτη.
-   Που άπλωσες το χέρι και μου χάιδεψες τα μαλλιά και...
-   Σκάσε κρετίνε.
-   Και σύρθηκες αθόρυβα πάνω μου. Και με φίλησες Μαρτίν. Με φίλησες Μαρτίν. Κι ήμαστε 9 χρονών και ‘συ με φίλησες Μαρτίν. Και τα χείλη σου έκαιγαν Μαρτίν. Κι ούτε τα νερά της Σιέρρα Μάδρε δεν έφταναν για να σβήσουν τη φωτιά Μαρτίν.
-   Κλείσε το γαμημένο το στόμα σου, γιατί μα το θεό θα σε χτυπήσω Μάουρο.
-   Ωραία. Το μεξικάνικο παγόβουνο αρχινάει και λιώνει.

Και ο Μαρτίν τον χτύπησε. Ο Μαρτίν χτύπησε τον Μάουρο. Με το αριστερό του χέρι. Ανάποδα. Από τη μεριά του δαχτυλιδιού που φορούσε. Κι ο Μάουρο δάκρυσε. Δε σταμάτησε να οδηγεί, παρά δυνάμωσε την ένταση της μουσικής.

-         Αυτό το φιλί σκέφτομαι Μαρτίν, καθώς τραβάω μαλακία στο μπάνιο κρυφά. Αυτό το φιλί σκέφτομαι και καβλώνω όσο η χοντρή η Εστεφάνια κουνιέται από πάνω μου, νομίζοντας ότι γαμιόμαστε.
-         Σταμάτα γαμημένε. Θα σε σκοτώσω.
-         Όχι, όχι. Τη σιχαίνομαι τη χοντρή. Ζέχνει αρώματα. Κάθε φορά που μ’ αγγίζει μετά μυρίζω ταγγισμένο λάδι απ’ τα λίπη της. Λάδι Μαρτίν. Και θέλω να ξεκολλήσω το δέρμα μου. Να μείνω με τα αίματά μου. Να καθαρίσω. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου Μαρτίν. Όλη μου τη  ζωή ερωτευμένος μαζί σου. Και ακούω dead moon, μόνος στο γραφείο μου σαν έφηβος και σε σκέφτομαι Μαρτίν. Ο έρωτάς μου για σένα εμποδίζει το μικροαστικό μου φέρετρο να κλείσει.
-         Βούλωσέ το ρε μαλάκα. Θα σε σκοτώσω στ’ ορκίζομαι. Τι είναι αυτά που λες; Τι σ’ έπιασε ρε

Ο Μάουρο τρέμοντας σταμάτησε την κόκκινη μάστανγκ-μοντέλο-’83. Πριν φτάσουν στα σύνορα. Πριν καν βγουν απ’ την Πασαντίνα. Δίπλα σ’ ένα φαρδύ και καθαρό πεζοδρόμιο.

-   Γι’ αυτό σε κάλεσα να πάμε βόλτα Μαρτίν.   Θέλω να φύγουμε μαζί. Να δούμε το
ηλιοβασίλεμα στην έρημο της Σονόρα. Να νοιώσω ξανά τη φωτιά σου να μου αναστατώνει τα σωθικά και τα ψυχρά σου τα μπλε μάτια ν’ ανοίγουν τρύπες στο γέρικο στήθος μου.  Αγκαλιά να σε πάρω. Για πάντα αγκαλιά να σε πάρω και να χαθούμε στην  αέναη ανυπαρξία ενός απέραντου τίποτα.

Ο Μαρτίν πήρε το κεφάλι του Μάουρο και βίαια το κατέβασε στο τιμόνι της κόκκινης μάστανγκ-μοντέλο-’83. Και ο Μάουρο με τα ματωμένα φρύδια, χαμογέλασε.

-         Τι θες να σου ‘μολογήσω ρε πούστη; Δε νοιώθω τίποτα. Για κανέναν. Τίποτα.  Καβλώνω από συνήθεια με τη Λώρα. Νεκρός είμαι χρόνια τώρα. Και τι θέλεις δηλαδή; Να κλεφτούμε σαν τα 15χρονα. Τι θες να σου πω πως ο έρωτάς μου για σένα είναι σα μου πέφτουν όλες μου οι χαρτοπετσέτες μεμιάς στο κεφάλι; Τι θες Μάουρο; Τι θες; Να γίνουμε δυο μεσόκοποι κωλομπαράδες που περπατούν χέρι-χέρι κάτι ανοιξιάτικα ηλιοβασιλέματα; Ε, Μάουρο; Θες μήπως να ξεβρακωθώ; Θες να ξεβρακωθώ για να με γαμήσεις; Να μου γαμήσεις τον τριχωτό μου κώλο. Ή μήπως προτιμάς να χώσω τον πούτσο μου στο δικό σου κοκαλιάρικο κωλαράκι; Πες γαμώτο Μάουρο, τι θα σ’ ευχαριστούσε; Θες μήπως να μου πάρεις μια πίπα;

Και τράβηξε το κεφάλι με τα ματωμένα φρύδια. Και ο Μάουρο δεν αντιστάθηκε. Έπειτα ο Μαρτίν με μια κίνηση τράβηξε το φερμουάρ του γκρι παντελονιού του.

-         Άνοιξε το στόμα σου hermano. Άνοιξε το στόμα σου Μάουρο.

Και με δύναμη έσπρωξε τον πούτσο του στο στόμα του Μάουρο. Και ο Μάουρο πνιγόταν, μα δεν αντιστάθηκε. Του άφησε τότε το κεφάλι. Κι έμεινε ο Μάουρο να πιπιλάει τον πούτσο του Μαρτίν σα μωρό παιδί. Κι έκλαιγε ο Μάουρο μ’ αναφιλητά. Ο Μαρτίν έκλαιγε δίχως αναφιλητά. Κι ήταν τότε που τα νερά της Σιέρρα Μάδρε τα σκέπασαν όλα και οι dead moon έσκουζαν επιθανάτιους ρόγχους.


 


               

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ο Χανκ κσγέλασε το πουλί

'Έλα να με γαμήσεις να κσεμπερδεύουμε. Αυτό που μετράει είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο κσεμπερδεύεις. Κάπχοιες φορές είναι το γαμήσι. 'Έλα λοιπόν να με γαμήσεις να κσεμπερδεύουμε. Εσύ, θα μιλάς δυνατά καθώς θ' αναβαίνουμε τρεκλίζοντας τη μαρμάρινη σκάλα του σπιτχιού. Εγώ, θα σου κλείσω άγαρμπα το στόμα με το χέρι -τ' άσπρο μου το χέρι- κι 'συ θα νομίζεις πως παίζουμε και τότε θα χαμογελάσεις και θα φανούν τα μεγάλα λευκά σου δόντγια. Θα μου πχιάσεις δυνατά τον κώλο, καθώς θα με σπρώχνεις ελαφρά προς την κάμαρά μου. Βωβή θα σε περιεργάζομαι, ενόσω θα με γδύνεις. Και δε θα πάπσεις να μου μιλάς. Σε μια γλώσσα ακατάλλειπτη. Θα προσπαθήσω να μιλήσω τη γλώσσα σου, μα δε θα με καταλάβεις. Κι έπειτα θα με σπρώκσεις στο κρεβάτι. Σ' αυτό με το καινούργιο στρώμα. Θα σου πσιθυρίσω: δεν τ' αφήνουμε καλύτερα, ρε; Θα χαζογελάσεις, αφού θα νομίζεις ότι παίζουμε. Θα μου σφίκσεις περισσότερο τους καρπούς και θα κολλήσεις τα όμορφα χείλη σου στη λευκή δυτική κοιλιά μου. Κσέρω, θα σου θυμίσει τους μήνες που υπήρκσες εσώκλειστος στην όχι-δυτική κοιλιά της μάνας σου. Θα δακρύσεις. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο θα μου ανοίκσεις τα πόδγια. Θα τα κλείσω, ενώ τα γόνατά μου θα τρέμουν. Κι 'συ θα νομίζεις ότι παίζουμε. Θα μου κσανανοίκσεις τα πόδγια. Πχιο βίαια και χωρίς κανένα χαμόγελο. Θα σου φωνάκσω κάτι. Και θα 'ναι πχια η σειρά σου να μου κλείσεις το στόμα. Θα δακρύσω κι 'συ με μια κίνηση θα χωθείς μέσα μου. Όμορφος και ακαταλαβίστικος. Θα μου γλύπσεις τα δάκρυα. Θα μου πσιθυρίσεις στ' αφτί ακαταλαβίστικα πράματα μιας κσεχαζμένης διαλεχτής διαλέχτου. Θα τρανταχτώ. Θα νομίζεις πως είναι απ' τον πόθο. Από απελπισία θα 'ναι ρε συ. Καθώς θα μου 'χεις φράκσει όλες μου τις τρύπες. Τις τρύπες μου όλες αφού θα μου 'χεις βουλώσει. Θα το σκάσω. Εγώ. Θα μας αφήσω εκεί στο κρεβάτι με το καινούργιο στρώμα. Κι ενόσω θα σφαδάζουμε για τους δικούς του λόγους ο καθένας, θα γίνω γλάρος. Εγώ. Και θα μπλεχτώ στα κρόσσια απ' το κρεμ αμπαζούρ του ταβανιού. Θα διαλύσω τα μικρά παιγνίδια του ραφιού.  Θα κουρδίσω με το ράμφος μου το πσέφτικο πετρελαιοφόρο και θ' αλωνίσω για λίγο στο παρκέ. Θα ποτίσω με τα κατακίτρινα του καδμίου κάτουρά μου τα δύο σκαλοπάτχια της έκσω πόρτας. Αργότερα θα κάνω το μεγάλο πέταγμα για το έκσω. Μα θα τσακιστώ σ' ένα χεζμένο δημόσιο πεζοδρόμιο. Θα σκουπιστώ σε ένα νυκτολούλουδο και θ' αράκσω στις γραμμές του τρένου. Θα φαντάζομαι πως το τρένο πάει στη μασσαλία. Και θα πάω στο νότο. Μόνος μου εγώ ο γλάρος θα τους εγκαταλείπσω και θα πάω στο νότο. Δηλαδή, όσο εσύ θα με γαμάς, εγώ θα είμαι στο νότο. Θα ερωτευτώ έναν άλλο γλάρο. Θα του πω την ιστορία μου και θα μου χαρίσει ένα τεράστιο πσάρι του νότου. Και θα το κσεκοιλιάσουμε παρέα. Και θα βαφτούμε με τα εντόσθιά του. 'Ένα χαμίνι των προαστίων θα μας δώσει τσιγάρο. Θα το κρατάει στο αραβικό του χέρι και 'μεις θα ρουφάμε. Θα κοκκινίσουν τα μάτχια μας. Θα κσεράσουμε το πσάρι πάνω στην καράφλα ενός του εθνικού μετώπου. Κι έπειτα εμείς οι ανερμάτιστοι γλάροι των ματαιώσεων και των δακρύων θα προσκυνήσουμε τ' άδειο μπουκάλι μιας μπύρας. Θα χτυπάω το ράμφος μου πάνω στο στόμιο και θα το χτυπάω και θα το κσαναχτυπάω και τότε θα κρόκσω. Θα κρόκσω για όλες τις νύχτες που έμεινα άυπνη για να μη δω τον ίδιο εφιάλτη. Για τις νύχτες που με περίμενα και δεν ήρθα. Για τις μέρες που ακολουθούσα τη σκιά κάπχοιου που νόμιζα πως ήταν ο πατέρας μου. Για το σούρουπο εκείνο και τ' άλλο που περίμενα να συμβεί και δε συνέβη. Για τ' απογέματα που η μονακσία χτυπούσε τα μηνίγγια μου και επέστρεφε στο στομάχι και ήμουν έκσω και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τους εμετούς μου και λέρωνα τα παπούτσια και τα μακρυά μου μαλλιά. Για τη δύση που έχω μήνες να δω και για τη γαμημένη πσυχρή ανατολή που βλέπω κάθε μέρα. Για τα βράδυα που έτρωγα σελίδες αγαπημένων μου μυθιστορημάτων για να μην πεθάνω. Για τα τζιτζίκια που σκότωσα με τις λεπίδες του ανεμιστήρα. Για τα σύνορα που δεν μπορώ να περάσω. Για κάθε πρώτη του μήνα που σέρνω τις κακοφορμιζμένες σάρκες μου μέχρι το μπουρδέλο μιας κσένης γειτονιάς. Για την όρασή μου που δε λέει να μ' εγκαταλείπσει κι όλο βλέπω. Για το γδούπο μιας πόρτας που ρημάζει το κεφάλι μου. Για τ' απογέματα που δεν είναι χειμώνας και για τις τρίχες που αφήνω στα καθίζματα τρόλλεϋ. Για τα κηδειόχαρτα που δεν πρόλαβα να μαζέπσω και για το χέρι της μάνας μου που σφίγγω για να περάσω το δρόμο. Για τις τσέπες μου που 'ναι άδγειες και γω κάνω τα δάχτυλά μου πιστόλι και μετά κάνω μπαμ-μπαμ-μπαμ σ' αυτούς με τις μηχανές τις άσπρες και μετά χορεύω κλακέτες μες στα αίματά τους. Για τα δάχτυλά μου που δεν είναι πιστόλι. Για τη γροθχιά μου που δεν είναι  μπόμπα. Για μένα που δεν είμαι γλάρος. Και μετά θα 'ναι όλα σιωπηλά. Χωρίς να κρύβουν αυτά τα σιωπηλά καμιά χαρά. Κι ο αέρας του νότου θα με φέρει πίσω στο κρεβάτι με το καινούργιο στρώμα. Κι εσύ θα κοιμάσαι γαλήνιος πιπιλώντας τον αντίχειρά σου. Θα τινάκσω τα φτερά μου και θα βγω στο μπαλκόνι να δω την ανατολή.




Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

πρέβεζα

Βγήκα απ' το σπίτι μου εκείνο το πρωινό του Μαγιού. Αρκετά κομπσή ήμουν. Σίγουρα, θα μπορούσε να το πει αυτό κάπχοιος. Κομπσή και τριζάτη. Κι ανέμιζε ακανόνιστα το εμπριμέ μου φουστανάκι, αποκαλύπτοντας τις λυγερές μου γαμπίτσες. Τα μπούτχια μου ευτυχώς παρέμειναν καλυμμένα, αφήνοντας προς στιγμήν κρυφές τις μαβί και γαλάζιες φλέβες που τα κοζμούσαν. Γούστο είχαν και τα κόκκινα τα σανταλάκια μου. Είχαν και τακουνάκι, λίγο. Από φελλό ήταν. Μούρλια μου πήγαιναν. Δεν είχα προλάβει να βάπσω τα νύχια των ποδιών μου, καθότι πολυάσχολη, γι' αυτό και φόρεσα διαφανή σωσώνια. Τ' αγόρασα απ' το πσιλικαντζίδικο της πέρα γωνίας. Βέβαια απ' την πολυφορεσιά είχαν τρυπήσει στις φτέρνες, αλλά εγώ τα πασάλειπσα με όζα και δεν επέτρεπσα την περαιτέρω επέλαση της τρύπας. Άρπακσα και το τσαντάκι μου το θαλλασί και κίνησα για το μικρούτσικο, το τόσο δα έκσω. Βήμα χοροπηδηχτό είχα και δεν κοιτούσα κάτω. Έτσι πάτησα κάτι κουράδια σε στυλ μπισκότα μιράντα. Αμέσως έβγαλα ένα άνθος γαρδένιας, που έκρυβα πάντα κατά τους εαρινούς μήνες στον κόρφο μου. Έχωσα με βδελυγμία την -ομολογουμένως ογκώδη- μύτη μου στα λευκά πέταλα του άνθους. Άδικος κόπος. Ποτέ μια γαρδένια δε θα σταθεί ικανή να καλύπσει την μπόχα του σκατού. Ο φελλός του αριστερού μου σανταλιού έγινε κομμάτι καστανότερος και το βήμα μου κατάτι βαρύτερο. Τότε πσιθύρισα: "Ταϋγέτη, χρυσό μου, πσυχραιμία". Όμως η ταραχή μου ήταν εμφανώς ολοφάνερη. Μπήκα φουργιόζα στο μπακάλικο ν' αγοράσω μερικά δράμια γραβγιέρα λέζβου. Μια κασσέτα να παίζει είχε βάλει η μπακάλισσα. Μονάχα ηλεχτρονικό αρμόνιο. Δίχως λόγια. Φρικιαστική επανάληπση του τραγουδιού: Όλοι οι μοναχικοί ανθρώποι. Κάπχοιων άγγλων, που στα αγγλικά τους φώναζαν κάτι σαν μαμούνια ή και σκαθάργια. Τρεις φορές τ' ακούσαμε το εν λόγω, ώσπου να μου ταχτοποιήσει τη γραβγιέρα λέζβου. Τα βαμμένα κσανθά μαλλιά της είχαν κολλήσει στον ιδρωμένο ζβέρκο της. Πλατάγιαζε αγρίως τα χείλη της. Το κοκκινάδι από το κραγιόν είχε βάπσει τα μπροστινά της δόντγια. Αποκρουστική ήταν. Και μετά τύλικσε τη γραβγιέρα λέζβου και σήκωσε τα μάτχια της προς τη μεργιά μου. Μου 'ρθε να λιγοθυμήσω. Δεν είχε κόρες. Δυό κουράδια είχε σε στυλ μπισκότα μιράντα. Στεκόντουσαν άπσογα. Μονομιάς άρπακσα τη γραβγίερα λέζβου κι άρχισα να τρέχω. Τα σανταλάκια μου 'φύγαν. Κι έτρεχα με τα τρύπχια μου σωσώνια. Βούλιαζαν τα πέλματά μου σε φρέσκιες κουράδες. Και χτυπούσα τους αγκώνες μου σε καθρέπτες αυτοκινήτων. Παρκαριζμένων ή εν κινήσει. Σκόνταπσα πάνω στο χασάπη. Κράδαινε έναν μπαλτά που έσταζε σκατά. Μου 'κοπσε στη μέση το κάθαρμα το εμπριμέ μου το φουστανάκι. Αλλά εγώ δε σταμάτησα να τρέχω. Κι ας γελούσε ο περιπτεράς με το βυσσινί μου το βρακί με τα νούφαρα. Κι ας πετούσε οικογενειακά παγωτά κατά πάνω μου. Εγώ δε σταμάτησα. Κι ας με βρήκε ένα με μηδέν λιπαρά στο κεφάλι. Κι ας μου το άνοικσε. Ούτε και τότε σταμάτησα εγώ. Έπειτα ήταν και η κομμώτρια. Μόλις με είδε να κατευθύνομαι προς το κομμωτήριο, με άρπακσε από το μπράτσο. Με πσέκασε λακ. Απ' αυτήν για πλούσιες μπούκλες. Μες στα μάτχια μου. Τυφλή έγινα. Μια μπουνιά όμως της έδωσα και κσέφυγα. Χωρίς σταματημό έτρεχα. Γλίστρησα όμως και έπεσα στα γόνατα. Ήταν τότε που το στόμα μου συνάντησε το πουλί του πάτερ Διαμαντή. Του πάτερ της γειτονιάς. Με γράπωσε απ' τη γαλλική μου την κοτσίδα, προσπαθώντας να χώσει το πουλί του μες στο στόμα μου. Το δάγκωσα εγώ. Το δάγκωσα και το 'κοπσα. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας και το πέτακσα επάνω του. Το μαύρο ράσο γέμισε κόκκινες, κατακόκκινες βούλες. Βούλες κόκκινες, κατακόκκινες. 'Επχιασα πάλι να τρέχω. Τυφλή και μ' ένα στόμα μπουκωμένο πσόφιο αίμα. Βγήκα στη λεωφόρο. Έκοπσα λίγο φόρα και πήδηκσα σ' ένα καρότσι που 'σερνε κάπχοιος τύπος. Με γνώρισε. Λαχανιαζμένη και άπσυχη τον παρακάλεσα να με σύρει ως το σπίτι μου. Βλέπεις εκείνος δεν είχε γίνει ζόμπι. Με άφησε έκσω από την πόρτα μου. Χρόνια έκανα να βγω από το σπίτι. Ευτυχώς, το θαλλασί μου το τσαντάκι παρέμεινε ανέπαφο.


Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

10


    



Άνοικσε βίαια την πόρτα του μπάνιου. Όχι, δεν κοιτάχτηκε στο μικρό καθρέφτη πάνω απ' το νιπτήρα. Κάθισε βίαια στη λεκάνη. Το λευκό της λεκάνης της προκαλούσε ρίγη ματαιότητας. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα σφίχτηκε πολύ πάνω στη λεκάνη. Τουρτούρισε μια στάλα, αφού ένιωσε κρύο τον ιδρώτα να κυλάει στο λαιμό της. Έτρωγε πολύ. Η Μαρίνα εκείνες τις μέρες έτρωγε πολύ. Πολύ πσωμί. Πολύ τυρί. Και αβγά. Πολλά αβγά. Με τα δυό της χέργια κρατούσε τα δυό της τα μάτχια. Φοβόταν, μήπως και πετάγονταν οι βολβοί των ματχιών της. Έκσω. Από το σφίκσιμο. Τα κατάφερε. Δυό καφετχιές κουράδες έφρακσαν την τρύπα που οδηγούσε στο τέλος του κόζμου. Μετά η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έβαλε τα κλάματα. Με τη μούρη χωμένη στο μικρό παραθυράκι του μπάνιου. Μόνο ο λευκός τοίχος φαινόταν από το μικρό παραθυράκι του μπάνιου της Μαρίνας. Το κλάμα της. Χτυπούσε στο λευκό τοίχο και κσαναγυρνούσε βίαια στα μάγουλά της. Στο μέτωπό της κσαναγυρνούσε. Στα ρουθούνια της χωνόταν. Το κλάμα της. Την υπνώτισε το κλάμα της. Εκείνο το κλάμα ήταν που την έμπασε στο δωμάτιό της. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ηχηρά έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ούσα ακόμη βυθιζμένη στο παραλήρημα των δακρύων. Βυθιζμένη στο μαρτύριο της βάρβαρης υγρασίας. Βαργιά έπεσε στο κρεββάτι. Η Μαρίνα έπεσε στο κρεββάτι βαργιά. Μόνη κοιμόταν κάθε νύκτα. Όχι κάθε νύκτα. Σχεδόν κάθε νύκτα.
Με βία η Μαρίνα Τσβετάγιεβα κατέβασε το μαύρο λινό παντελόνι της. Με βία η Μαρίνα Τσβετάγιεβα κατέβασε το μαύρο βαμβακερό εσώρουχό της. Με βία η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έχωσε το δάχτυλό της στο αδηφάγο της μουνί. Και σκεφτόταν τις δυό φιλινάδες που περπατούσαν χτες το απόγεμα στο πάρκο. Πιαζμένες χέρι-χέρι οι δύο φιλινάδες. Και η μία φορούσε λευκό πουκάμισο. Και η Μαρίνα τις είδε. Τις δύο ερεθιζμένες ρώγες της μιάς, τις είδε η Μαρίνα. Και τις μαλαματένιες. Τις φτερωτές γάμπες της άλλης, τις είδε η Μαρίνα. Και χτυπχιόταν πάνω στο κρεββάτι, η Μαρίνα. Πχιο βαθχιά έχωνε το δάχτυλο εντός της, η Μαρίνα. Τα δάκρυα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα θαρρείς κι ήταν πέτρινα, άφηναν λακκούβες στα λευκά σεντόνια. Κι αυτή βωβή να σφαδάζει. Η μοσχοβίτικη γλώσσα της φοβιζμένα είχε κουρνιάσει στο θλιβερό ουρανίσκο. Τότε το μουνί της Μαρίνας Τσβετάγιεβα έχυσε λευκά δάκρυα στα λευκά σεντόνια. Βίαια έκλεισε τα μάτχια της. Από φόβο μην πεταχτούν οι βολβοί. Έκσω μην πεταχτούν. Από την παραφροσύνη της έκστασης έκσω μην πεταχτούν. Κρύωσε μετά και τυλίχτηκε μέσα στην ασπρίλα των κλινοσκεπαζμάτων. Μέσα 'κει πήρε τρεις ανάσες. Και τότε ακριβώς ήταν που η Μαρίνα συνειδητοποίησε πως ποτέ πχιά δε θα κσαναγινόταν ετών 10. Πχιά ποτέ 10. Στα δικά της 10 ζούσε μέσα σε σελίδες. Σε σελίδες γαλλικών μυθιστορημάτων ζούσε. Οι παιδικές της αναμνήσεις ήταν αυτά τα γαλλικά μυθιστορήματα. Οι παιδικές αναμνήσεις της Μαρίνας Τσβετάγιεβα ήταν από χαρτί. Απελπισία την έπχιασε στη σκέπση πως ήταν πχιά αργά για μεγάλους έρωτες. Αργά πχια για 10 χρονών. Αργά για πάθη και μονομανίες. Κι ύστερα αποκαμωμένη, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έφερε στο μυαλό της την Ιρίνα. Την κόρη της, την Ιρίνα σκέφτηκε, η Μαρίνα. Με δυσκολία μπορούσε πχια ν' ανατρέκσει στο πρόσωπό της. Την κσεχνούσε. Βίαια την κσεχνούσε. Σα να μην την είχε γεννήσει ποτέ της, την Ιρίνα. Μόνο τη βυσσινί κορδέλα, που φορούσε στα μαλλιά της, η Ιρίνα, καθώς το άπσυχο κορμί της βυθιζόταν στη γη, θυμόταν η Μαρίνα. Την κορδέλα. Η Μαρίνα. Και αποκοιμήθηκε μες στην ασπρίλα των κλινοκσεπαζμάτων, με τη σκέπση της Ιρίνας. Κι ονειρεύτηκε ότι τραμπαλιζόταν απ'το ταβάνι του δωματίου της. Κι ανέμιζαν τα μαλλιά της. Ο αέρας που έμπαινε απ'το ανοιχτό παράθυρο έκανε τα μαλλιά της ν' ανεμίζουν. Θαρρείς και χόρευε κρεμαζμένη απ' το ταβάνι. Χαμογελώντας κσύπνησε η Μαρίνα. Ανακουφιζμένη. Πχιά η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ήκσερε ακριβώς τι ήθελε να γίνει.
Αυτόχειρας, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα ήθελε να γίνει.


Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

bloody afternoon

Ήμουν σκυμμένος πάνω από τη χέστρα και κσερνούσα με την πσυχή μου. Μέσα σ' ένα κάδο βρήκα κάτι μανιτάργια μουχλιαζμένα. Δε συνηθίζω ν' ασχολούμαι με μανιτάργια, αλλά το εκσωτικό μουχλιαζμένο πράσινο σε συδυαζμό με τη διήμερη αφαγία, με οδήγησαν στην κίνηση. Τα μπούκωσα στο στόμα μου και χωρίς ανάσα κατάπινα και κατάπινα. Καμιά δεκαργιά φορές θα κατάπχια. Χωρίς σάλια και μαλακίες. Νομίζω κατάπχια κι ένα δόντι. Όχι δικό μου. Εγώ έχω εφτά. Τα κσέρω ένα προς ένα. Έτσι βρέθηκα να προσκυνώ τη χέστρα αυτού του κωλοδιαμερίζματος. Να πετάω τα σωθικά μου σε μια παλιοτρύπα με νερό. Μετά τις είδα τις κηλίδες. Τα ζουμιά της κωλοτρύπας γέμισαν βούλες κόκκινες. Βούλες κόκκινες και βούλες κόκκινες. Μετά δεν υπήρχαν βούλες γιατί όλα γίναν κόκκινα. Η μύτη μου είχε ανοίκσει. Παραμένοντας σκυφτός κατευθύνθηκα στην μπανιέρα. Έρικσα κρύο νερό στη μούρη μου. Και 'κει τα ίδια. Βούλες κόκκινες, βούλες κόκκινες και μετά όλα κόκκινα .Ώρα αργότερα σηκώθηκα και κοιτάχτηκα στο ραϊζμένο καθρέφτη. Τίποτα. Μοναχά λίγο κσεραμένο αίμα στ' αριστερό ρουθούνι. Η μύτη μου εμένα δεν ανοίγει ποτέ. Δεν ανοίγει ποτέ η δική μου η μύτη εμένα. Ποτέ η μύτη, η δική μου. Κάθε φορά που 'ρχονται οι βούλες κόκκινες κάτι δεν πάει καλά. Τα δάχτυλά μου στάζουν τα αίματά μου. Και 'γω δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω. Πάντως κάτι δεν πάει καλά. Ένα χρόνο πριν είχε ανοίκσει κσανά. Πάλι σ' ένα παλιοδιαμέριζμα ήμουν. Μπρούμυτα ήμουν. Με το στέρνο κολλημένο στο στρώμα δηλαδή. Έτσι ήμουν. Ο γέρος με είχε καβαλήσει. Κσεφύσαγε πάνω στο σβέρκο μου. Δεν έλεγε να χύσει. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να μου κσεχυλώνει τον κώλο. Ώσπου άνοικσε πάλι η μύτη μου. Το λευκό κατωσέντονο έγινε κόκκινο. Εγώ άρχισα τα κλάματα. Αυτός άρχισε να χύνει με μανία τα αίματά μου. Μετά με πήρε από το χέρι και με έσυρε ως το μπάνιο και μου έχωσε κάτι ροζ μπαμπάκια στα ρουθούνια. Όμως εγώ δε σταμάτησα το κλάμα. Γιατί και τότε ήκσερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν το αίμα μου μ' εγκαταλείπει, φοβάμαι. Έκλεισα την πόρτα του διαμερίζματος κι όρμησα έκσω. Ποτέ τα αίματά μου δε φεύγουν έκσω. Μόνο μέσα σε διαμερίζματα. Ίσιωσα λίγο το μπροστινό μου τσουλούφι, σε περίπτωση που έπεφτα απάνω στην Ζοζεφίνα. Σκούπισα και το κσεραμένο αίμα στο μανίκι από το πουκάμισό μου. Αν εκείνη ρωτούσε για το κόκκινο πάνω στο άσπρο, θα 'λεγα πως έμπλεκσα σε καβγά με μπουνίδια και σουγιάδες. Κάτι τέτχοια κσετρελαίνουν τα κορίτσια. 'Ηταν παράκσενο 'κεινο τ' απόγεμα στο μαχαλά. Βολόδερνα μήπως και βρω τ' άλλο χαμίνι και κάνουμε καμιά βραδινή αλητεία. Πουθενά δεν ήτανε κανείς. Κσέθαπσα τότε απ' την κωλότσεπη, τη φυσαρμόνικα που μου χάρισε σε μια στιγμή γενναιοδωρίας τ' άλλο χαμίνι κι ανέβηκα τη γέφυρα. Εκείνη την κσύλινη γέφυρα που από κάτω της περνάει το τρένο. Έπαικσα έναν σκοπό που μου 'μαθε η Ζοζεφίνα. Το δίχως άλλο δεν ήταν καλό που μου άνοικσε η μύτη.


Σάββατο 6 Απριλίου 2013

σκοτώνουν τα μουνιά όταν γεράσουν;

Όταν τον φώνακσε να κάτσει δίπλα του σε κείνο το βαρύ έπιπλο, που αργότερα κάπχοιοι θ' αποκαλούσαν νεκροκρέββατο, δεν πήγε. Εκείνος δεν πήγε. Δεν πήγε. Όχι, όχι. Δεν πήγε εκείνος. Και τι θα μπορούσαν να πούνε πχια οι δυό τους.. Τα θέματα της κουβέντας είχαν κσεθυμάνει πριν είκοσι χρόνια, μαζί με την πορτοκαλάδαμπλε που έπινε εκείνος κάθε σάββατο στη βυζαντινή γωνιά. Κι η ομάδα δεν υπάρχει πχια, όπως το αίμα ανάμεσά τους. Και τα πρόσωπά τους γέρασαν ένα απόγεμα μες στο μικρό κουρσάκι. Καθώς πλησίαζαν τον κηφισό. Αν πήγαινε εκείνος να κάθίσει σ' αυτό που κάπχοιοι θ' αποκαλούσαν νεκροκρέββατο θα του λεγε ο οσονουπωνεκρός πως πάντα τον αγαπούσε πολύ εκείνον. Όμως ο οσονούπωνεκρός πάντα αυτά έλεγε. Εκείνος παλιά τον πίστευε. Τα τελευταία είκοσι χρόνια όμως, όχι. Δεν τον πίστευε. Όχι, όχι. Έπρεπε να 'χε πεθάνει πχιο παλιά. Όταν εκείνος παρακαλούσε τον θεούλη στη βραδινή του προσευχή να τον απαλλάκσει απ' τον οσονούπωνεκρό. Ή όταν έριχνε αλάτι, πολύ αλάτι στο ζουμί από αγκινάρα που έπινε ο οσονούπωνεκρός. Εκείνος άλλακσε. Δεν κάνει πχια προσευχή τα βράδια. Κλαφσιγελώντας χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο. Περίμενε να πεθάνει ο οσονούπωνεκρός, που ήταν πάντα ο ίδιος. Το ίδιο δεκάχρονο τσογλάνι. Κι εκείνος ήταν πάντα ο πχιο μεγάλος. Θα ήταν ίσως καλύτερο να πεθάνει πρώτα ο μεγαλύτερος. Μα έτσι ήρθαν τα πράματα που ο οσονούπωνεκρός ήταν νεκρός. Και 'κείνος ήπχιε μια πορτοκαλάδαμπλε στο μέρος που άλλοτε ήταν η βυζαντινή γωνιά. Κρατώντας ένα αλμανάκ. Δεν έκλαπσε τότε. Είχε κλάπσει λίμνες και παραπόταμους χρόνια πριν


Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

το μπάσταρδο

το σώμα του Πέπε έχει γεμίσει κόκκινες κηλίδες/ κι όλο κσύνεται ο Πέπε/ κι όσο κσύνεται οι κηλίδες πολλαπλασιάζονται/ ο Πέπε ποτέ δεν αντιμετώπισε πρόβλημα αλλεργίας/ ίσως τώρα που μεγάλωσε να 'ναι διαφορετικά/ ούτε να κοιμηθεί μπορεί πχια ο Πέπε/ κάθεται μονάχα στο κρεβάτι του και βλέπει τα χρώματα/ του τοίχου τα χρώματα/ και δεν μιλάει σε κανέναν/ μόνο κσύνεται/ δεν κσέρει τι χρειάζεται/ η απόλυτη ησυχία του 'σπαγε τα νέβρα παλιά/ σήμερα ο παραμικρός θόρυβος/ η παραμικρή ομιλία του τρυπάει τους κροτάφους/ κάτι νύχτες που ιδρώνει και κσύνεται φαντάζεται πως μπαίνει η chavella vargas στο δωμάτιο/ κλείνει αθόρυβα την πόρτα/ κάθεται στην άκρη του κρεβατχιού/ παίρνει το κεφάλι του στα πόδια της/ αρχινάει να του χαϊδεύει τα μαλλιά/ και μετά τραγουδάει/ μόνο για αυτόν τραγουδάει/ σιγανά για να μην ακούν οι άλλοι/ μόνο τότε κοιμάται ο Πέπε/ μόνο τότε δεν κσύνεται/ και τότε και μόνο τότε αφήνει την απόγνωσή του να σκορπιστεί στον αέρα/ και παραδίνεται γαλήνιος κι ελαφρύς στη μεγάλη νύχτα/ χωρίς όνειρα/ πιπιλώντας το δεκσί του αντίχειρα κι αφήνοντας τα πηχτά του σάλια να στάκσουν στο αχανές του μακσιλαργιού


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

калужница болотная

Κατουρούσα το κρεβάτι μου. Ίσως να φταίει κι αυτό. Μου 'λεγαν συνέχεια να πλένω τα δόντια μου και να πλένω τα δόντια μου. Κι 'γω έκανα πως τα 'πλενα, αλλά δεν τα 'πλενα. Άφηνα τη βρύση να τρέχει. Μετά είχα τύπσεις. Στ' όνειρό μου έβλεπα πως ανοιγόκλεινα όλες τις βρύσες του μπάνιου και μετά κατουρούσα πάνω στο κλειστό καπάκι της λεκάνης. Και μετά κατουρούσα και το κρεβάτι μου. Ερχόταν τότε ο πατέρας μου. Εγώ κοιμόμουν στην απάνω κουκέτα. Έβριζε την τύχη του και το μουνί της εύας. Μετά περίμενε να κατέβω την πράσινη σκάλα και να προσγειωθώ στ' άσπρα γυαλιστερά πλακάκια του παιδικού δωματίου. Έβγαζε τα σεντόνια, φυσώντας. Μετά έβγαζε και το στρώμα μου, κσεφυσώντας. Το πήγαινε έκσω στο μπαλκόνι να στεγνώσει. Έλεγε πως το 'χα καταντήσει το δωμάτιο δημόσιο ουρητήριο. Εγώ δεν ήκσερα τι σήμαινε δημόσιο ουρητήριο. Σκεφτόμουν όμως πως το δίχως άλλο ήταν κάτι πολύ κακό. Η αδελφή μου, μου 'χε πει πως εκεί πάνε τα κορίτσχια που δεν πλένουν τα δόντια τους. Εγώ συνέχισα να μην πλένω τα δόντια μου, αλλά μετά κσεκίνησα να τα πλένω γιατί φόρεσα σιδεράκια. Η μαμά μου, έλεγε πως τα σιδεράκια ήταν τόσο ακριβά που ίσως ν' αναγκαζόταν  να πλένει σκάλες για να τα βγάλουμε πέρα. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί ήταν τόσο φοβερό να πλένεις σκάλες, αλλά άρχισα να τα πλένω τα δόντια μου για να μη στενοχωργιέται. Και μια φορά που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, έτρεκσα στο κρεβάτι τους, αλλά ήταν σκοτεινά κι έσπασα μια πανάκριβη -λέει- κεραμική λάμπα από ένα πανάκριβο μαγαζί κεραμικών, που δούλευε κάποτε η μαμά. Ο πατέρας μου, έβρισε πάλι το μουνί της εύας και μετά την  παναγία και μετά τη μαμά μου. Εμένα κσέχασε να με βρίσει εκείνη τη φορά. Η μαμά μου τότε, με πήρε αγκαλιά και με ρώτησε αν έπλυνα τα δόντια μου, της είπα ναι και 'κείνη χαμογέλασε. Μετά ήρθε και η αδελφή μου και στριμωχτήκαμε πολύ στο κρεβάτι, καθότι δεν ήταν και πολύ μεγάλο. Την άλλη μέρα μου αγόρασαν τα κσύλινα τσόκαρα, που αργότερα ο παππούς μου τα πέτακσε από το μπαλκόνι της κουζίνας. Την ίδια μέρα με πήγαν στην παιδοπσυχολόγο.