Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

πρέβεζα

Βγήκα απ' το σπίτι μου εκείνο το πρωινό του Μαγιού. Αρκετά κομπσή ήμουν. Σίγουρα, θα μπορούσε να το πει αυτό κάπχοιος. Κομπσή και τριζάτη. Κι ανέμιζε ακανόνιστα το εμπριμέ μου φουστανάκι, αποκαλύπτοντας τις λυγερές μου γαμπίτσες. Τα μπούτχια μου ευτυχώς παρέμειναν καλυμμένα, αφήνοντας προς στιγμήν κρυφές τις μαβί και γαλάζιες φλέβες που τα κοζμούσαν. Γούστο είχαν και τα κόκκινα τα σανταλάκια μου. Είχαν και τακουνάκι, λίγο. Από φελλό ήταν. Μούρλια μου πήγαιναν. Δεν είχα προλάβει να βάπσω τα νύχια των ποδιών μου, καθότι πολυάσχολη, γι' αυτό και φόρεσα διαφανή σωσώνια. Τ' αγόρασα απ' το πσιλικαντζίδικο της πέρα γωνίας. Βέβαια απ' την πολυφορεσιά είχαν τρυπήσει στις φτέρνες, αλλά εγώ τα πασάλειπσα με όζα και δεν επέτρεπσα την περαιτέρω επέλαση της τρύπας. Άρπακσα και το τσαντάκι μου το θαλλασί και κίνησα για το μικρούτσικο, το τόσο δα έκσω. Βήμα χοροπηδηχτό είχα και δεν κοιτούσα κάτω. Έτσι πάτησα κάτι κουράδια σε στυλ μπισκότα μιράντα. Αμέσως έβγαλα ένα άνθος γαρδένιας, που έκρυβα πάντα κατά τους εαρινούς μήνες στον κόρφο μου. Έχωσα με βδελυγμία την -ομολογουμένως ογκώδη- μύτη μου στα λευκά πέταλα του άνθους. Άδικος κόπος. Ποτέ μια γαρδένια δε θα σταθεί ικανή να καλύπσει την μπόχα του σκατού. Ο φελλός του αριστερού μου σανταλιού έγινε κομμάτι καστανότερος και το βήμα μου κατάτι βαρύτερο. Τότε πσιθύρισα: "Ταϋγέτη, χρυσό μου, πσυχραιμία". Όμως η ταραχή μου ήταν εμφανώς ολοφάνερη. Μπήκα φουργιόζα στο μπακάλικο ν' αγοράσω μερικά δράμια γραβγιέρα λέζβου. Μια κασσέτα να παίζει είχε βάλει η μπακάλισσα. Μονάχα ηλεχτρονικό αρμόνιο. Δίχως λόγια. Φρικιαστική επανάληπση του τραγουδιού: Όλοι οι μοναχικοί ανθρώποι. Κάπχοιων άγγλων, που στα αγγλικά τους φώναζαν κάτι σαν μαμούνια ή και σκαθάργια. Τρεις φορές τ' ακούσαμε το εν λόγω, ώσπου να μου ταχτοποιήσει τη γραβγιέρα λέζβου. Τα βαμμένα κσανθά μαλλιά της είχαν κολλήσει στον ιδρωμένο ζβέρκο της. Πλατάγιαζε αγρίως τα χείλη της. Το κοκκινάδι από το κραγιόν είχε βάπσει τα μπροστινά της δόντγια. Αποκρουστική ήταν. Και μετά τύλικσε τη γραβγιέρα λέζβου και σήκωσε τα μάτχια της προς τη μεργιά μου. Μου 'ρθε να λιγοθυμήσω. Δεν είχε κόρες. Δυό κουράδια είχε σε στυλ μπισκότα μιράντα. Στεκόντουσαν άπσογα. Μονομιάς άρπακσα τη γραβγίερα λέζβου κι άρχισα να τρέχω. Τα σανταλάκια μου 'φύγαν. Κι έτρεχα με τα τρύπχια μου σωσώνια. Βούλιαζαν τα πέλματά μου σε φρέσκιες κουράδες. Και χτυπούσα τους αγκώνες μου σε καθρέπτες αυτοκινήτων. Παρκαριζμένων ή εν κινήσει. Σκόνταπσα πάνω στο χασάπη. Κράδαινε έναν μπαλτά που έσταζε σκατά. Μου 'κοπσε στη μέση το κάθαρμα το εμπριμέ μου το φουστανάκι. Αλλά εγώ δε σταμάτησα να τρέχω. Κι ας γελούσε ο περιπτεράς με το βυσσινί μου το βρακί με τα νούφαρα. Κι ας πετούσε οικογενειακά παγωτά κατά πάνω μου. Εγώ δε σταμάτησα. Κι ας με βρήκε ένα με μηδέν λιπαρά στο κεφάλι. Κι ας μου το άνοικσε. Ούτε και τότε σταμάτησα εγώ. Έπειτα ήταν και η κομμώτρια. Μόλις με είδε να κατευθύνομαι προς το κομμωτήριο, με άρπακσε από το μπράτσο. Με πσέκασε λακ. Απ' αυτήν για πλούσιες μπούκλες. Μες στα μάτχια μου. Τυφλή έγινα. Μια μπουνιά όμως της έδωσα και κσέφυγα. Χωρίς σταματημό έτρεχα. Γλίστρησα όμως και έπεσα στα γόνατα. Ήταν τότε που το στόμα μου συνάντησε το πουλί του πάτερ Διαμαντή. Του πάτερ της γειτονιάς. Με γράπωσε απ' τη γαλλική μου την κοτσίδα, προσπαθώντας να χώσει το πουλί του μες στο στόμα μου. Το δάγκωσα εγώ. Το δάγκωσα και το 'κοπσα. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας και το πέτακσα επάνω του. Το μαύρο ράσο γέμισε κόκκινες, κατακόκκινες βούλες. Βούλες κόκκινες, κατακόκκινες. 'Επχιασα πάλι να τρέχω. Τυφλή και μ' ένα στόμα μπουκωμένο πσόφιο αίμα. Βγήκα στη λεωφόρο. Έκοπσα λίγο φόρα και πήδηκσα σ' ένα καρότσι που 'σερνε κάπχοιος τύπος. Με γνώρισε. Λαχανιαζμένη και άπσυχη τον παρακάλεσα να με σύρει ως το σπίτι μου. Βλέπεις εκείνος δεν είχε γίνει ζόμπι. Με άφησε έκσω από την πόρτα μου. Χρόνια έκανα να βγω από το σπίτι. Ευτυχώς, το θαλλασί μου το τσαντάκι παρέμεινε ανέπαφο.


2 σχόλια:

niGhtShift είπε...

ρε ταϋγετη/
τοκανες θριλερ/
θελουμε ΚΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ

it must be someone you really love! είπε...

και γαμω τις ονειρικες σπίντες




πρεπει και γω να απαντησω...
και σορρυ δηλαδη που δεν ειν' το οριντζιναλ

http://youtu.be/cWi_z4e9iWM