Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Βενζινοκίνητο Νανούρισμα...

Δε θέλω ν' ανέβω αυτήν τη γαμημένη τη σκάλα, μονολόγησε.
Κάθε βράδυ η ίδια γαμημένη σκάλα.
Κάθε βράδυ μεθυσμένος.
Κάθε βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.
Ξερατά κι άλλα ξερατά.
Βότκες κι άλλες βότκες.
Τις νύχτες νανούριζε τον εαυτό του, σιγοψιθυρίζοντας :"Πουλάκια μου γειά σας είμαι ο αναρχικός της γειτονίας σας."
Στους άλλους δεν είχε ξεδιπλώσει αυτούς τους ασεβείς του πόθους. Και τί να τους έλεγε άλλωστε !; Απαλλοτριώνω, άρα υπάρχω !; Ο Χριστόφορος Μαρίνος θα τον έφτυνε στη μούρη. Ένας κακομοίρης μικροαστός ήταν που κεκέδιζε αντικαπιταλιστικές φανφάρες.

Αυτός ήταν. Αυτός ήταν ;

Το τσιράκι της εργοδοσίας , αυτός.
Πόσους κώλους μπορείς να γλέιψεις σε 6, σε 8, σε 10 ώρες ...;
Πόσες γκόμενες μπορείς να γαμήσεις σε μια νύχτα...;
Και αυτή, η καργιόλα η Μία που όλοι περιμένουμε, γιατί δεν έρχεται ποτέ..;!
Η αιώνια Βέρα του Νικολαϊδη, που τη βλέπεις στις πορείες και στις συναυλίες, αλλά δεν έρχεται κι όλο δεν έρχεται, κι όλο την αναζητάς. Ήθελε να κοιμάται και να ξυπνά μαζί της. Να κάνει ανούσιες βόλτες στο σπίτι και να πέφτει πάνω της. Συνέχεια πάνω της. Μέσα της.

Να την αγαπά όταν τα τρύπια του αθλητικά θα έχουν γεμίσει νερό. Να την αγαπά όταν το ραδιόφωνο θα παίζει Joy Division και εκείνος θα κάνει απόψυξη. Να την αγαπά και να είναι Πεμπτή και να έχει λαϊκή. Να την αγαπά τις Κυριακές με βροχή. Να την αγαπά και να έχει πονοκέφαλο απ' τα ξίδια της προηγούμενης νύχτας. Να την αγαπά όταν ο σκύλος χέζει στη φλοκάτη.
Να την αγαπά και ν' αντέχει. Να την αγαπά και να μην αντέχει.

Δεν αγαπά τίποτα πια. Προσπαθεί. Δεν τα καταφέρνει. Κάποτε, ίσως.
Τώρα αγαπά να μισεί. Τώρα μονάχα μισεί. Μισεί κι όλο μισεί. Γιατί μπορεί.
Μισεί τον εαυτό του. Το γαμημένο το αφεντικό. 8 ώρες 15 ευρώ. Τα υπόλοιπα αφαιρούνται, γιατί το ταμείον είναι μείον.
Και οι άνθρωποι, γίνονται ανθρώποι. Και οι γκόμενες πιστόλια. Και κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο μπαίνει στη ζώνη του ανελέητου λυκόφωτος.
- Είσαι πουστάρα ρε!
- Είσαι πουστάρα ρε!
- Γαμείς ρε ;!
- Γαμείς καλά ;!
Είμαι η πουστάρα σας ρε και κάθε μέρα γαμάω την αξιοπρεπειά μου από τον κώλο.
Ποιός είμαι ρε;!!
Ποιός;!
Ποιός;!
Αυτός που σερβίρει ασφαλίτες. Αυτός που σερβίρει φασιστοειδή ανδρείκελα. Αυτός που τον γουστάρουν οι τελειωμένες γκόμενες και του κλείνουν το μάτι οι ξεδοντιάρηδες μπράβοι.

Πρόδωσε. Προδίδει. Θα προδώσει. Εκείνους ρε, τους άλλους...
Κάθε γαμημένο λεπτό της ζωής του έπεφτε πάνω στο ρυτιδιασμένο μούτρο της καργιόλας της Ξεφτίλας.

Κάποτε έπεσε στα χέρια του ο μαγικός Τσελεμεντές...
Τρία μπουκάλια μπύρας του Οικοδόμου.
Βενζίνη και μπουκάλι.
Τα τζάμια έσπασαν. Τα μπυρόνια θαυματουργά. Η φωτιά εξυγιαντική.
Χαμογέλασε.
Έστριψε στη γωνία ανάλαφρος.
Στα επόμενα 200 μέτρα τον είχαν "δέσει"...
- Εγώ ναι, είπε και μεμιάς η θρυματισμένη αξιοπρέπεια κόλλησε.
Για μια στιγμή τον διαπέρασε ένα ρίγος διαβολεμένης ευτυχίας σα να δοκίμαζε τους λαχανοντολμάδες της γιαγιάς Μαρίκας.

1 σχόλιο:

dorito είπε...

<< Ένα πρωί θ'ανοίξω την πόρτα και θα χαθώ με τ'όνειρο της επανάστασης μες την απέραντη μοναξιά των δρόμων που θα καίγονται, μες την απέραντη μοναξιά των χάρτινων οδοφραγμάτων με τον χαρακτηρισμό-μην τους πιστέψεις!-Προβοκάτορας.>> Κ.Γώγου από το "25 Μαϊου"