Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

The carnivorous mrs. T.

Από τα 6 του χρόνια ήξερε. Εκείνη θα ήταν πάντα πίσω του. Ήταν εκεί όταν μάθαινε τις πρώτες του κουβέντες. Πίσω από κάθε συλλαβή. Όταν έγραφε επιμελώς τις λέξεις για την καρτέλα. Μέσα στο πιάτο με τα πράσινα φασόλια, αυτά με τις κλωστές. Τον παραφυλούσε τα βράδια στον κήπο. Όταν ξυπνούσε τις νύχτες κατουρημένος και έτρεχε στο κρεβάτι των γονιών του. Όταν εκείνοι αναποδογύριζαν το βρεγμένο στρώμα του και εκείνος βύζαινε το δάχτυλό του. Στεκόταν πίσω του όταν κοιτούσε με τις ώρες τη χέστρα περιμένοντας να του αποκαλυφθεί ο διαβολικός εξωγήινος που για χρόνια ζούσε στο σιφόνι. Ήταν εκεί όταν φίλησε στα 12 τη Λένα στο πάρτυ του Μάριου. Τον παρακολουθούσε πίσω απ' την κουρτίνα όταν παρακαλούσε τη μάνα του ν' αφήσει το μαχαίρι επάλειψης με το οποίο απειλούσε πως θα έκοβε τις φλέβες της. Πάλι εκεί όταν η μάνα του άρπαζε τα ρούχα της απ' τη ντουλάπα και κατρακυλούσε τα σκαλιά της εισόδου, απειλώντας αυτή τη φορά πως θα πέσει στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Την άκουγε να ξεροκαταπίνει όταν ο πατέρας του τον κυνηγούσε γύρω απ' το μεγάλο τραπέζι του σαλονιού με τη ζώνη. Ένιωθε την ανάσα της στο σβέρκο του όταν στα 16 του αποκάλεσε τον πατέρα του μαλάκα. Και εξακολουθούσε να κρυφοκοιτά πίσω απ' τη μισάνοιχτη πόρτα όταν αργότερα ο πατέρας του, του χτυπούσε το κεφάλι στη διπλή τζαμαρία του παραθύρου ασφαλείας του δωματίου του.

Εκείνη ήταν που τα πρωινά των πανελληνίων τον ξεπροβόδιζε για το σχολείο. Τον βοηθούσε έπειτα ν' ανοίξει τα σφραγισμένα τα μπουκαλάκια με τα ηρεμιστικά για να τον πάρει ο ύπνος. Για ακόμη μια φορά ήταν εκείνη που του κρατούσε τα μαλλιά για να ξεράσει τα 30 χαπάκια που πήρε υποτίθεται για να αυτοκτονήσει στα 21, μετά από μια υποτιθέμενη ερωτική απογοήτευση. Εκείνη του υπενθύμιζε να πίνει νερό όταν ανά διαστήματα έμενε βδομάδες στο σπίτι του, χωρίς να τρώει παρά μόνο βλέποντας τηλεόραση. Τον σκουντούσε για να θυμάται ν' ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του, ν' αναπνέει και φυσικά να κατουράει που και που. Την έβλεπε μπροστά του στα μεθύσια,τον προκαλούσε να χύσει στα γαμήσια. Καθόταν δίπλα του στον πρωινό καφέ, του άναβε το πρώτο του τσιγάρο. Δεν παρέλειπε καθημερινά να κολλάει ένα κίτρινο ποστ ιτ στον καθρέφτη του μπάνιου : "Άλλη μια ιδανική μέρα για να ξεφορτωθείς τη μιζέρια σου! Μη διστάζεις! Αυτοκτόνα επιτέλους μωρή λουλού". Σε πείσμα αυτής, δεν αυτοκτονούσε. Την αγνοούσε. Τον εκδικούταν κάνοντας αισθητή την παρουσία της 24 ώρες το 24ωρο. Τα βράδια του τραβούσε τα σκεπάσματα, γαργαλώντας του τις πατούσες. Του έβαζε αλάτι στο γάλα του. Έφτυνε μέσα στην μπύρα του. Κατουρούσε τα φυστίκια του. Πάντα εκεί.
Άγρυπνη. Βίαιη. Αδιάκριτη. Φοβερή. Ανατριχιαστική.

Το πρωί που ήρθαν να τον πάρουν, στεκόταν στη γωνία γελώντας. Τον βοήθησε να γδυθεί και να φορέσει τη λευκή ρόμπα. Έπειτα τράβηξε τις κουρτίνες στο λευκό δωμάτιο της ακριβής κλινικής, όπου εκείνος θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του. Χάραξε με τα νύχια της τ' ονομά της στον τοίχο.

Τρέλα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΣΚΑΤΑ

Ανώνυμος είπε...

ανατρίχιασα. αλήθεια.
δ.