Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

ΡΩΜΑΝΤΣΟ

Και σε κοιτάω. Όλο σε κοιτάω. Τα μάτια σου νεκρά. Μου προκαλούν ανατριχίλες τρόμου. Εσύ, αιώνιος παρατηρητής του λευκού μας τοίχου. Οι άδειες μου τρύπες αντιλαλούν νοσταλγία.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της/ Ανέβηκε στην καρέκλα/ Τον έφτυσε στι πρόσωπο/ Ξανακάθισε στην καρέκλα/ Σταύρωσε τα χέρια της στο τραπέζι/ Έξυσε ήρεμα τον αστάγαλό της/

Και είναι φορές που λέω ρε πούστη μου, τον ερωτεύομαι! Και βγαίνω απ' το σπίτι κυνηγημένη από μαβιές σκιές. Βουτάω τα πόδια μου σε λακούβες. Χώνω με βδελυγμία τα δάχτυλά μου μέσα στη χύμα φάβα της λαϊκής. Ξύνω την πλάτη μου στις νεραντζιές. Χαζεύω για ώρες τους τσολιάδες. Φτιάχνω ευφάνταστα συνθ(λ)ύματα στο μυαλό μου. Τα χαράσσω νοερά στα παγκάκια της έρημης πλατείας Κακουργοδικείου. Αρπάζω έναν παππού. Τον περνάω στον απέναντι δρόμο και του φωνάζω μές τ' αυτί "ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον". Κλωτσάω πέτρες. Σπανίζουν οι καλές πέτρες. Βεβαίως, αν διαθέτεις βαρυοπούλα εξορύσσεις μοναχός σου. Γράφω με μολύβι τ' όνομά σου στις αποδείξεις του super market. Ρεύομαι στο καλιμαύκι κάποιου περαστικού παππά. Συνθλίβω γιασεμιά στις τσέπες μου. Μπαίνω μέσα σε κάδους σκουπιδιών ψάχνοντας μια δερματόδετη έκδοση της βίβλου.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της/ Ανέβηκε στην καρέκλα/ Πήρε το αναμμένο τσιγάρο της/ Το έστριψε στην παλάμη της/ Ένα κόκκινο σημάδι/ Δάκρυσε/

Και 'συ να μη μου μιλάς.
Να σου λέω πως σ' αγαπώ.
Και 'συ σιωπή.
Να σου λέω πως σε μισώ.
Και 'συ σιωπή.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της/ Τον πλησίασε/ Του ψιθύρισε κάτι στο αυτί/ Τον ταρακούνησε ελαφρά/ Χάιδεψε τον ώμο του/ Τον έφτυσε με δύναμη στο πρόσωπο/ Πάλι/

Και παίρνω τους δρόμους. Ακολουθώ μυστήρια ανθρωπάρια. Όπου βλέπω ανοιχτές κουρτίνες κοντοστέκομαι. Κοιτάω μέσα. Αδιάκριτα. Βουλιμικά.
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πως ερωτεύονται οι άλλοι;
Πώς γαμιούνται;
Πώς κάνουν έρωτα;
Φωνάζουν;
Κλαίνε;
Βρίζουν;
Ιδρώνουν;
Τις νύχτες που μου γυρνάς περιφρονητικά την πλάτη, φαντάζομαι σούστες κρεβατιών να τρίζουν. Χοντρές γυναίκες να καβαλάνε αδύναμους άντρες. Φαντάζομαι ιδρωμένα σώματα πάνω σε λουστραρισμένα παρκέ. Πνιχτές κραυγές. O ένας πλάι στον άλλον. Τρέμωλο. O ένας μέσα στον άλλον, δακρυσμένοι. Η ψευδαίσθηση μακαριότητας. Το σημείο της άχραντης ματαίωσης.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της/ Ανέβηκε στην καρέκλα/ Έχυσε τον αχνιστό καφέ της πάνω του/

Τα βράδια ονειρεύομαι μονόκερους. Γκρι. Με φτερά. Ονειρεύομαι πως σε κυνηγάμε στο δάσος της μοναξιάς. Εσύ, δεν τρέχεις. Παραμένεις ακίνητος κάτω απ' τον ίσκιο ενός τερατώδους θάμνου, καθώς το ποτιστικό σε ραντίζει με κόκκινη μπογιά. Ο μονόκερός μου τρυπάει το στήθος σου. Και εγώ γελάω. Και εγώ κλαίω. Και μετά ξυπνάω. Τα πρωινά στη γειτονιά μου είναι μουντά. Ο καφές μου είναι πικρός. Δεν έχω σάλιο να κολλήσω ένα τσιγάρο. Έχω τσίμπλες στα μάτια. Σε κοιτάζω.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της/ Ανέβηκε στην καρέκλα/ Τράβηξε αγρίως μια παρανυχίδα που εξείχε προκλητικά/ Ο δεξής της δείκτης γέμισε αίμα/

Καμιά φορά σ' αγαπάω τόσο πολύ που η καρδιά μου, μουδιάζει. Καμιά φορά σ' αγαπάω τόσο λίγο, που αφήνω το βασιλικό απότιστο για μέρες. Η καρδιά σου είναι διαμπερής. Τρύπια σαν πολυκαιρισμένη κάλτσα μέσα σε άρβυλα φαντάρου. Δε συγκρατεί τίποτα. Όλα χύνονται έξω. Γεμίζουν σιχαμένους λεκέδες τη φλοκάτη της γιαγιάς μου. Θέλω να σε αναγκάσω να τις μαζέψεις, γλείφοντάς τις. Θέλω να σε αναγκάσω να με αγαπήσεις μέχρι το τέλος του κόσμου. Εκεί που ο Βέντερς κερνάει τον Φουκώ κούμπα λίμπρε, ο Μπρετόν βάφει πράσινα τα μαλλιά της Σύλβια Πλάθ και ο Μπλίξα Μπάργκελντ ακονίζει τα πριόνια του δίπλα στον Χουντίνι. Θέλω να καταπιείς τα απογευματινά μου δάκρυα, καθώς θα με ταϊζεις κουλουράκια βουτηγμένα σ' ελληνικό καφέ.
Πάρε με τηλέφωνο και ούρλιαξε πως δεν είσαι πια ερωτευμένος με την ιδέα πως είσαι ερωτευμένος. Πάψε επιτέλους να κοιμάσαι τις νύχτες. Γράψε μου στον τοίχο: γάμησέ με, σε παρακαλώ!

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της/ Ανέβηκε στην καρέκλα/ Έπιασε το πηρούνι/ Το σφήνωσε ανάμεσα στα μάτια του/ Το σφήνωσε όχι στη θέση της καρδιάς/ Δίπλα/ Εκείνος ξεφούσκωσε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα/ Εκείνη άνοιξε το παράθυρο/ Πέταξε στο δρόμο τα απομεινάρια εκείνου/ Μια πλαστική κούκλα φουσκωμένη με ήλιον/ Ξεκίνησε να στρίψει ένα τσιγάρο/ Δεν είχε σάλιο/ Πάλι/


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

μάλιστα

περάσαμε σε άλλη διάσταση

έχουμε άλλη μια σκηνή

συνέχισε έτσι

σε λατρευω