Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Η Πρωινή Συνάντηση Κορυφής του Ισίδωρου Λοτρέ

Έλα 'μ,


Μπορεί να μη σ' ενδιαφέρει καθόλου, μα στα πρωινά μήτινγκ του γραφείου συμβαίνουν φοβερά πράματα. Εκεί που καθόμαστε και συζητάμε τα προβλήματά της πολυκατοικίας μας σε κύκλο, μιλώντας ο καθένας με τη σειρά του σαν τους Α-Α, κάθομαι και χαζεύω τους συναδέλφους -κυρίως βέβαια τις συναδέλφισσες. Κοιτάζω τα κορμιά τους και σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να τα ανακατώναμε, να καβλώναμε, ίσως και να χύναμε στο τσακίρ κέφι, αντί να καθόμαστε και να φτιάχνουμε άχρηστα για την ανθρωπότητα κατασκευάσματα. Κι εκεί που παρατηρούσα τις γόβες της Ελισάβετ μας (έχουμε κι εμείς τέτοια), πετάχτηκες εσύ. Ναι, ναι εσύ. Αλλά δεν ήσουν εδώ, όπως απείλησες πως θά 'ρθεις. Ήσουν στο σπίτι σου και περπατούσες φορώντας δυο κατακόκκινες, γυαλιστερές, κάργα ψηλοτάκουνες γόβες. Φορούσες μόνο αυτές και τα δυο σου κόκκινα κουμπιά στ' αφτιά. Το μαλλί σου, μακρύ κι ανάστατο, χυνόταν στην πλάτη σου κι έδειχνε το δρόμο της ηδονής, τον ανορθωμένο κώλο σου, ο οποίος σφιχτός, τραγανός και σοφά σχηματισμένος, παλλόταν σε κάθε σου βήμα. Τα πόδια σου, ξεκινώντας από τα στιβαρά σου μπούτια και καταλήγοντας στους πεταχτούς αστραγάλους ακριβώς πάνω απ' το λουστρινέ δέρμα της γόβας, μαγνήτιζαν κι αυτά το βλέμμα μου μπερδεύοντας το μυαλό μου ακόμα περισσότερο.

Πέρασες από διάφορα σημεία του σπιτιού με αυτή την περιβολή. Άλλοτε με μεγάλα σίγουρα βήματα διέσχιζες το χολ, άλλοτε ήσουν καθισμένη σταυροπόδι στην καρέκλα της κουζίνας, άλλοτε σηκωνόσουν απ' το κρεββάτι κι έβγαινες απ' το δωμάτιο με σταυρωτά βήματα πασαρέλας, δίχως να ρίχνεις πίσω τη ματιά σου. Μα το σημείο που μου άφησε την πιο δυνατή ανάμνηση, αυτή που προξένησε τη μεγαλύτερη ενόχληση λόγω της στενότητας των ρούχων μου, αυτή που προσπαθώντας τώρα ν' αποτυπώσω με ηλεκτρόνια του τζι μέιλ με φτιάχνει όσο δε φαντάζεσαι, φουσκώνει το καβλί μου με πυρετό και αίμα πετρώνοντας τις φλέβες του, αυτή που στεγνώνει το υπόλοιπο κορμί μου από όλες τις άλλες επιθυμίες του (κάτσε να πιάσω πάλι το υποκείμενο) το σημείο που στεκόσουν και μου σφηνώθηκε στο μυαλό είναι δίπλα στο κρεβάτι σου, καθώς στεκόσουν όρθια με τα πόδια σε άνοιγμα λίγο μεγαλύτερο απ' των ώμων, αντικρίζοντας τη δεξιά ντουλάπα. Ακουμπούσες με το δεξί χέρι απ' τη γωνιά του τοίχου και το αριστερό ίσια μπροστά, δίνοντας μια ελαφριά κλίση στο κορμί σου, αρκετή ώστε να μπορώ να δω τη ρώγα σου -ευκόλως εννοούμενο κάγκελο που δεν παραλείπεται. Η λευκότητα του δέρματός σου, τύλιγε την υπέροχη νεαρή σου σάρκα σ' ένα πακέτο δώρου που ήθελα ν' ανοίξω όσο το δυνατό πιο γρήγορα, αχόρταγα και βίαια μα κρατιόμουν μαζοχιστικά. Το πρόσωπό σου γυρισμένο προφίλ, το μαγουλάκι σου ν' αστράφτει ζωντάνια, κόκκινο κραγιόν το λάδι στη φωτιά των χειλιών σου, το μπλε των ματιών σου να σημαίνει θανατηφόρο κίνδυνο και οι βλεφαρίδες σου να σφραγίζουν την υπόσχεση, κλείνοντας αργά, ταυτόχρονα με μια κίνηση του ώμου που πλησιάζει το σαγόνι. Η φωνή σου τραγουδά το δικό σου summertime με υπόκρουση την καλοκαιρινή μπόρα πάνω στις ξύλινες γρίλιες του παραθύρου και ο κώλος σου περηφανεύεται στο κέντρο της εικόνας. Κι εγώ σε κόβω από πάνω ως κάτω, προσπαθώ να κρατήσω αυτή την απόλαυση όσο περισσότερο μπορώ προτού σου χιμήξω και σε ξεσκίσω στα όρθια, λιώνοντας το κορμί σου πάνω στις πόρτες και τους τοίχους, αρπάζοντας τα κωλομέρια σου, τραβώντας σε απ' τους ώμους και τα μαλλιά, σηκώνοντάς σε από τα καβλερά χερούλια της λεκάνης σου, ρίχνοντάς σε στο κρεβάτι, δίχως να σταματώ να σε γαμάω, χύνοντας μέσα στο μουνί σου ασταμάτητα, τρέμοντας ολόκληρος και φωνάζοντας τρέλες. Εσύ μετά απ' όλα αυτά έχεις ίδιο καβλωμένο βλέμμα όπως πριν το πρώτο μας πήδημα, συνεχίζεις να με κοιτάς καθώς κατεβαίνεις να πάρεις την ψωλή μου στο στόμα σου και ξεκινάμε απ' την αρχή και πάλι και πάλι και πάλι χωμένοι σε μια βαλτώδη έκσταση, από όπου μόνο ο θάνατος της σάρκας μας μπορεί να μας βγάλει. Κι εμείς με πλήρη επίγνωση και αυξανόμενη επιτάχυνση (που είναι το τετράγωνο της αυξανόμενης ταχύτητας -αυτό το ξέρει ο καθένας), να πηγαίνουμε κατά πάνω του καβάλα στα κορμιά μας, ο ένας μέσα στην ψυχή της άλλης και τούμπαλιν.


Σε φιλώ βαθιά ανάμεσα στα στήθια. Σκίζοντας τις σάρκες και σπάζοντας τα κόκαλά σου, κλείνομαι μέσα εκεί κουλουριασμένος να ξαποστάσω,


Ισίδωρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: