Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ένα απόγευμά της

Η Τιτίνα Σαβαγιάρ αναστέναξε βαθιά πάνω από το φαιδρό ρωμάντσο που εδώ και ώρες προσπαθούσε ματαίως να διαβάσει. Επιθυμούσε να ξεχαστεί λιγάκι, αλλά ήταν ανώφελο. Το μυαλό της παρέμενε στο ίδιο εκείνο θέμα. Το ιδιαίτερο "θέμα" των τελευταίων μηνών. Ο τελευταίος αναστεναγμός χάθηκε μέσα σε ένα ξέφρενο φτέρνισμα και τότε εκείνη αποφάσισε πως ήταν ώρα για τον απογευματινό της περίπατο. Χώθηκε μες στο κίτρινο φόρεμα με τις ταφταδένιες λεπτομέρειες. Έβαλε επιμελώς τα λευκά δαντελένια γάντια της. Πήρε το ασορτί με τα γάντια λευκό της ομπρελίνο και έναν από τους Μπαλζάκ της βιβλιοθήκης και κίνησε για το Ζάππειο. Προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη. Περιπλανιόταν μες στα ανθισμένα μονοπάτια του Ζαππείου, κουνώντας περιπαικτικά το ομπρελίνο της κάτω απ' το οποίο είχε πιάσει ψιλή βροχή. Τα μάτια της Τιτίνας Σαβαγιάρ έσταζαν μικρά διάφανα διακριτικά δάκρυα, που άφηναν μικρούς διακριτικούς λεκέδες στις ταφταδένιες λεπτομέρειες του φορέματός της. Ήταν γεγονός πως η θλίψη είχε σκοτεινιάσει το βλέμμα της. Παρά τα εικοσιπέντε της χρόνια ένιωθε πως σήκωνε στους ώμους της όλο το βάρος του κόσμου. Η ζωντάνια και ο αυθορμητισμός της που άλλοτε έθρεφαν τη δίψα της για ζωή, τώρα ένιωθε πως την εξόριζαν σε έναν τόπο απέραντης μοναξιάς. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ευχόταν πάντα να είχε ένα σκύλο. Θεωρούσε πως το ζωντανό θα αποτελούσε την ασπίδα της προς τον έξω κόσμο, που τόσο φοβόταν και τόσο απερίσκεπτα αφηνόταν στα θέλγητρά του. Η περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση την κατέβαλλε ακόμη περισσότερο. Ο απόηχος της αποχώρησης του Βενιζέλου απ' το πολιτικό σκηνικό και η ανάληψη της εξουσίας από τον Γεώργιο Καφαντάρη την απασχολούσαν ιδιαιτέρως, καθώς διαχώριζε εξουσιαστική και βάρβαρη πολιτική της χώρας από εκείνο που -χωρίς να μπορεί ακόμη να το διατυπώσει ορθώς και με σαφήνεια- θεωρούσε εκείνη "πολιτική". Διαφωνούσε εντόνως με τους συμφοιτητές της πάνω στα πολιτικά όταν βρίσκονταν στα αμφιθέατρα, αλλά κυρίως στο καφενείο του Παπαδέα στην πλατεία Ομονοίας. Τη λοιδορούσαν αποκαλώντας την Ρωσίδα μηδενίστρια. Παρόλα αυτά εκείνη συνέχιζε να υπερθεματίζει τις θέσεις του Νετσάγιεφ ανάμεσα στα κονιάκ και τα αμέτρητα σιγαρέττα. Εκείνο το όμορφο απόγευμα η Τιτίνα Σαβαγιάρ συλλογιζόταν τη ζωή της μέχρι τώρα. Οι επιδιώξεις της είχαν αναμφιβόλως μεταβληθεί και οι σκέψεις της για το μέλλον είχαν εξαφανιστεί. Ήταν η πρώτη φορά που την αναστάτωνε το παρόν της. Και μιλούσε σε χρόνο ενεστώτα, αποκηρύσσοντας το μέλλοντα. Εγνώριζε πως σε μεγάλο βαθμό για αυτήν τη νέα υφή της σκέψεώς της ευθυνόταν ο όμορφος γενειοφόρος- διοπτροφόρος ποιητής. Τον συναντούσε πολλάκις μες στην εβδομάδα στο γωνιακό καφενεδάκι της οδού Ρόμβης. Η σχέση τους ήταν εντόνως σαρκικήν, όσο και σαρκοβόραν. Οι ερωτικές τους συνευρέσεις στο ξενοδοχείο απέναντι από το γωνιακό καφενεδάκι της οδού Ρόμβης υπήρξαν επικές. Ποτέ άλλοτε η Τιτίνα Σαβαγιάρ δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά σε κάποιον άλλον άνθρωπο. Η συναναστροφή της με τους άλλους της προξενούσε αναγούλα, απερίγραπτη φαγούρα στο τριχωτό της κεφαλής και κράμπες στην αριστερή της γάμπα. Όταν βρισκόταν με τον -κατά μια δεκαετία μεγαλύτερό της- ποιητή ανέπνεε κανονικά και φυσικά μπορούσε να είναι ο εαυτός της, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον. Τον ερωτεύτηκε πυρετωδώς, μα εκείνος την έκρινε διαρκώς. Έμοιαζε να την έχει μόνιμα κάτω από ένα μεγεθυντικό φακό, αναλύοντας κάθε της συμπεριφορά. Ένιωθε πως αποτελούσε το πειραματόζωο των κοινωνιολογικών του πειραμάτων. Ανά διαστήματα με τις φράσεις του τροφοδοτούσε τις ανασφάλειές της, δημιουργώντας της άγριες εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Την ανάγκαζε να γνωρίσει τον εαυτό της, πράγμα που απέφευγε επιμελώς όλα αυτά τα χρόνια. Δίπλα του συνειδητοποίησε πως αν ήθελε να ζήσει έπρεπε να πετάξει το φανταχτερό μουσαμά, με τον οποίο τύλιγε την καρδιά της για να τη διατηρεί καινούργια και χωρίς χαραγματιές. Και το έκανε. Και κάθε φορά που τον αντίκριζε ήταν γυμνή. Η κάθε της ατέλεια εσωτερική και εξωτερική στεκόταν προκλητικά απέναντί του. Η Τιτίνα Σαβαγιάρ καθώς εξερχόταν του Ζαππείου σκέφτηκε ακόμη μια φορά πως ήταν καιρός να αποκτήσει αυτόν τον σκύλο. Όχι, δεν το άντεχε ο εγωισμός της να υπάρχει κάποιος στη ζωή της που να γνωρίζει τις αδυναμίες της, ιδιαιτέρως τώρα που ξεκινούσε δειλά να εξερευνά τον εαυτό της. Και καθώς κατευθυνόταν προς την πλατεία Συντάγματος το αποφάσισε. Η σχέση της με τον ποιητή θα λάμβανε τέλος. Ο έρωτας για εκείνον τη ζάλισε εκείνο το μελαγχολικό απόγευμα. Ο εγωισμός της της προκαλούσε καούρες στο στομάχι. Έσφιξε τον Μπαλζάκ κάτω από την αμασχάλη της, κλώτσησε έναν σκύλο και σωριάστηκε σε ένα παρτέρι με ορτανσίες.


2 σχόλια:

lounti είπε...

....H Τιτίκα Σαβαγιάρ..αχ και αυτός ο γέρο πορνόγερος ποιητής....same story-morning glory!

Ανώνυμος είπε...

τηλεγράφημα για την δίδα Σαβαγιάρ:

Η αλήθεια είναι υπερεκτιμημένη stop
μάλλον κατακερματισμένη stop ασυνεχής και υποκειμενική stop
μέχρι να τη μάθετε δεν θα είναι εκεί πια stop
Ηρεμήστε stop
ο επικριτικός ποιητής είναι κάπως αργοσχολος; stop
Τι ζητά από κάποια που δεν αποδέχεται; stop
Ή ίσως αυτός να είναι ο δικός του πικρόχολος μανδύας.stop

Το Α μιας "διεισδυτικής τέχνης" stop