Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

gloria, la muerta

Εκείνη την περίοδο μαζευόμαστε στην υπόγα του κώστα του μιζέργια. Κάθε δευτέρα και πέμπτη. στις 7 το απόγεμα και χτυπούσαμε τα νεανικά μας κεφάλια στον τοίχο του σαλονιού του. Για 3 ώρες κάθε δευτέρα και τετάρτη. Όχι, κάθε δευτέρα και πέμπτη. Στις 7. Θυμάμαι πως το ζγουρό κεφάλι της μάρτζορι μάτωνε πάντα πρώτο. Τότε βάζαμε στο πικάπ γελ-ο-γελ και συνεχίζαμε οι υπόλοιποι. Η μάρτζορι σκούπιζε προσεκτικά το αίμα ανάμεσα από τα φρύδια της και ετοίμαζε λεμονάδες για όλους. Όλοι ήμαστε ερωτευμένοι με τη μάρτζορι. Εκείνη ήταν μονάχα με τον εαυτό της. Τη βλέπω ακόμη τη μάρτζορι. Έχει ένα σημάδι ανάμεσα στα πυκνά της φρύδια και παραμένει ερωτευμένη με 'κείνη. Όταν ο μιζέργιας κλείστηκε στο άγιο όρος, αρχίσαμε να μαζευόμαστε στο νεοκλασσικό του παύλου του σαντινίστα πίσω από το λόφο. Ήταν θαύμα ο λευκός φωτεινός του τοίχος. Σε μικρό χρονικό διάστημα γέμισε αιμάτινα σχήματα. Ο μάκης κάβλωνε με τον τοίχο και όταν εμείς πίναμε τις λεμονάδες στο κουζινάκι, εκείνος έχυνε πάνω στον τοίχο σε μια στυγερή αναμέτρηση αίματος- σπέρματος. Το αίμα πάντα νικούσε. Ο τοίχος του νεοκλασσικού παραμένει ως είχε. Το στραγγιστήρι των χαμένων χυμών μας. Χρόνια μετά στη σκέπση του κσεραμένου αίματος στο οικιακό τσιμέντο, κσερνούσα πάνω στα σεντόνια του κρεβατχιού μου. Τα πλένω στο χέρι και φεύγουν οι λεκέδες. Οι άλλοι σταμάτησαν να κοπανάνε τα κεφάλια τους στον τοίχο του παύλου. Σε κανέναν τοίχο δε χύνουν πχια τα μυαλά τους. Εγώ συνεχίζω. Ο γιατρός είπε πως αν συνεχίσω θα το φάω το κεφάλι μου. Σε αυτό ελπίζω χρόνια τώρα, αλλά το μόνο που 'χω καταφέρει είναι μια ανεπαίσθητη βραδύτητα στην ομιλία. Βομβαρδίζομαι με σκέπσεις μα τις κσεδιπλώνω αργά και βασανιστικά, όπως η θεία μου η χαρίκλεια το φύλλο της κορτσόπιτας στον εβένινο πάγκο της κουζίνας της. Δεν έχω παρέες. Κάνω βόλτες με τη σκιά μου κάπχοια απογέματα. Μου λείπουν οι φίλοι μου. Τα βράδια κοιμάμαι πιπιλώντας τον αντίχειρά μου. Μισώ τους συνανθρώπους μου και δεν ανακυκλώνω. Μου αρέσει να χώνω γροθιές στο στομάχι μου πριν κάνω μπάνιο. Είμαι πολύ στενοχωρημένος. Έχω αυτού του τύπου τη στενοχώργια που σε κάνει να περπατάς ανάμεσα στα αυτοκίνητα και να μη βλέπεις τα φώτα τους. Που κάθεσαι στα σκαλιά της πολυκατοικίας και παρατηρείς μια πατημένη κουράδα για ώρες. Και δε γελάς καθόλου άμα κάπχοιος τηνε πατήσει. Που ανάβεις ένα τσιγάρο/ ανοίγεις μια μπύρα και θέλεις να κσεράσεις.  Που βλέπεις τη ματαιότητα να σου γνέφει μέσα στο αγαπημένο σου φαί. Ίσως πάρω τηλέφωνο τη μάρτζορι, ίσως αυτή να 'ναι πχιο στενοχωρημένη από 'μένα. Ναι, αυτό θα κάνω θα τηλεφωνήσω στη μάρτζορι, έστω κι αν είναι λιγότερο στενοχωρημένη από 'μένα.Μα, είτε είναι/ είτε δεν είναι πχιο στενοχωρημένη από μένα δεν μπορώ να της τηλεφωνήσω, γιατί δεν έχω τηλέφωνο. Δεν έχω και φωνή. Και το βασικότερο όλων δεν έχω σώμα. Δεν έχω ιδέα πόσο καιρό είμαι στριμωγμένος σε αυτό το συρτάρι. Κσέρω πως είναι κρύο μα δεν κρυώνω. Δε θυμάμαι πως έφτασα ως εδώ. Αποφάσισα όμως να φύγω. Δε θα 'ταν άσχημη μια εκδρομή στη θάλασσα τώρα που άνοικσε ο καιρός. Πριν με φέρουν εδώ δεν πήγαινα εκδρομές. Μόνο εκείνη τη φορά με την μάρτζορι στη Λούτσα. Τότε που προσπάθησα να τη φιλήσω κάτω από μια φτελιά και κείνη μου τράβηκσε τ' αφτί. Έχει νεκρική σιωπή εδώ μέσα. Θα μετουσιωθώ σε τσουλήθρα για να 'χω το κεφάλι μου ήσυχο. 


1 σχόλιο:

Ησυχία εν κρανίω είπε...

Πέσε-πέσε-πέσε! Και μη φοβάσαι, σ' έπιασα.