Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ο Χανκ κσγέλασε το πουλί

'Έλα να με γαμήσεις να κσεμπερδεύουμε. Αυτό που μετράει είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο κσεμπερδεύεις. Κάπχοιες φορές είναι το γαμήσι. 'Έλα λοιπόν να με γαμήσεις να κσεμπερδεύουμε. Εσύ, θα μιλάς δυνατά καθώς θ' αναβαίνουμε τρεκλίζοντας τη μαρμάρινη σκάλα του σπιτχιού. Εγώ, θα σου κλείσω άγαρμπα το στόμα με το χέρι -τ' άσπρο μου το χέρι- κι 'συ θα νομίζεις πως παίζουμε και τότε θα χαμογελάσεις και θα φανούν τα μεγάλα λευκά σου δόντγια. Θα μου πχιάσεις δυνατά τον κώλο, καθώς θα με σπρώχνεις ελαφρά προς την κάμαρά μου. Βωβή θα σε περιεργάζομαι, ενόσω θα με γδύνεις. Και δε θα πάπσεις να μου μιλάς. Σε μια γλώσσα ακατάλλειπτη. Θα προσπαθήσω να μιλήσω τη γλώσσα σου, μα δε θα με καταλάβεις. Κι έπειτα θα με σπρώκσεις στο κρεβάτι. Σ' αυτό με το καινούργιο στρώμα. Θα σου πσιθυρίσω: δεν τ' αφήνουμε καλύτερα, ρε; Θα χαζογελάσεις, αφού θα νομίζεις ότι παίζουμε. Θα μου σφίκσεις περισσότερο τους καρπούς και θα κολλήσεις τα όμορφα χείλη σου στη λευκή δυτική κοιλιά μου. Κσέρω, θα σου θυμίσει τους μήνες που υπήρκσες εσώκλειστος στην όχι-δυτική κοιλιά της μάνας σου. Θα δακρύσεις. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο θα μου ανοίκσεις τα πόδγια. Θα τα κλείσω, ενώ τα γόνατά μου θα τρέμουν. Κι 'συ θα νομίζεις ότι παίζουμε. Θα μου κσανανοίκσεις τα πόδγια. Πχιο βίαια και χωρίς κανένα χαμόγελο. Θα σου φωνάκσω κάτι. Και θα 'ναι πχια η σειρά σου να μου κλείσεις το στόμα. Θα δακρύσω κι 'συ με μια κίνηση θα χωθείς μέσα μου. Όμορφος και ακαταλαβίστικος. Θα μου γλύπσεις τα δάκρυα. Θα μου πσιθυρίσεις στ' αφτί ακαταλαβίστικα πράματα μιας κσεχαζμένης διαλεχτής διαλέχτου. Θα τρανταχτώ. Θα νομίζεις πως είναι απ' τον πόθο. Από απελπισία θα 'ναι ρε συ. Καθώς θα μου 'χεις φράκσει όλες μου τις τρύπες. Τις τρύπες μου όλες αφού θα μου 'χεις βουλώσει. Θα το σκάσω. Εγώ. Θα μας αφήσω εκεί στο κρεβάτι με το καινούργιο στρώμα. Κι ενόσω θα σφαδάζουμε για τους δικούς του λόγους ο καθένας, θα γίνω γλάρος. Εγώ. Και θα μπλεχτώ στα κρόσσια απ' το κρεμ αμπαζούρ του ταβανιού. Θα διαλύσω τα μικρά παιγνίδια του ραφιού.  Θα κουρδίσω με το ράμφος μου το πσέφτικο πετρελαιοφόρο και θ' αλωνίσω για λίγο στο παρκέ. Θα ποτίσω με τα κατακίτρινα του καδμίου κάτουρά μου τα δύο σκαλοπάτχια της έκσω πόρτας. Αργότερα θα κάνω το μεγάλο πέταγμα για το έκσω. Μα θα τσακιστώ σ' ένα χεζμένο δημόσιο πεζοδρόμιο. Θα σκουπιστώ σε ένα νυκτολούλουδο και θ' αράκσω στις γραμμές του τρένου. Θα φαντάζομαι πως το τρένο πάει στη μασσαλία. Και θα πάω στο νότο. Μόνος μου εγώ ο γλάρος θα τους εγκαταλείπσω και θα πάω στο νότο. Δηλαδή, όσο εσύ θα με γαμάς, εγώ θα είμαι στο νότο. Θα ερωτευτώ έναν άλλο γλάρο. Θα του πω την ιστορία μου και θα μου χαρίσει ένα τεράστιο πσάρι του νότου. Και θα το κσεκοιλιάσουμε παρέα. Και θα βαφτούμε με τα εντόσθιά του. 'Ένα χαμίνι των προαστίων θα μας δώσει τσιγάρο. Θα το κρατάει στο αραβικό του χέρι και 'μεις θα ρουφάμε. Θα κοκκινίσουν τα μάτχια μας. Θα κσεράσουμε το πσάρι πάνω στην καράφλα ενός του εθνικού μετώπου. Κι έπειτα εμείς οι ανερμάτιστοι γλάροι των ματαιώσεων και των δακρύων θα προσκυνήσουμε τ' άδειο μπουκάλι μιας μπύρας. Θα χτυπάω το ράμφος μου πάνω στο στόμιο και θα το χτυπάω και θα το κσαναχτυπάω και τότε θα κρόκσω. Θα κρόκσω για όλες τις νύχτες που έμεινα άυπνη για να μη δω τον ίδιο εφιάλτη. Για τις νύχτες που με περίμενα και δεν ήρθα. Για τις μέρες που ακολουθούσα τη σκιά κάπχοιου που νόμιζα πως ήταν ο πατέρας μου. Για το σούρουπο εκείνο και τ' άλλο που περίμενα να συμβεί και δε συνέβη. Για τ' απογέματα που η μονακσία χτυπούσε τα μηνίγγια μου και επέστρεφε στο στομάχι και ήμουν έκσω και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τους εμετούς μου και λέρωνα τα παπούτσια και τα μακρυά μου μαλλιά. Για τη δύση που έχω μήνες να δω και για τη γαμημένη πσυχρή ανατολή που βλέπω κάθε μέρα. Για τα βράδυα που έτρωγα σελίδες αγαπημένων μου μυθιστορημάτων για να μην πεθάνω. Για τα τζιτζίκια που σκότωσα με τις λεπίδες του ανεμιστήρα. Για τα σύνορα που δεν μπορώ να περάσω. Για κάθε πρώτη του μήνα που σέρνω τις κακοφορμιζμένες σάρκες μου μέχρι το μπουρδέλο μιας κσένης γειτονιάς. Για την όρασή μου που δε λέει να μ' εγκαταλείπσει κι όλο βλέπω. Για το γδούπο μιας πόρτας που ρημάζει το κεφάλι μου. Για τ' απογέματα που δεν είναι χειμώνας και για τις τρίχες που αφήνω στα καθίζματα τρόλλεϋ. Για τα κηδειόχαρτα που δεν πρόλαβα να μαζέπσω και για το χέρι της μάνας μου που σφίγγω για να περάσω το δρόμο. Για τις τσέπες μου που 'ναι άδγειες και γω κάνω τα δάχτυλά μου πιστόλι και μετά κάνω μπαμ-μπαμ-μπαμ σ' αυτούς με τις μηχανές τις άσπρες και μετά χορεύω κλακέτες μες στα αίματά τους. Για τα δάχτυλά μου που δεν είναι πιστόλι. Για τη γροθχιά μου που δεν είναι  μπόμπα. Για μένα που δεν είμαι γλάρος. Και μετά θα 'ναι όλα σιωπηλά. Χωρίς να κρύβουν αυτά τα σιωπηλά καμιά χαρά. Κι ο αέρας του νότου θα με φέρει πίσω στο κρεβάτι με το καινούργιο στρώμα. Κι εσύ θα κοιμάσαι γαλήνιος πιπιλώντας τον αντίχειρά σου. Θα τινάκσω τα φτερά μου και θα βγω στο μπαλκόνι να δω την ανατολή.




3 σχόλια:

ρομπότ είπε...

Πότε άσπρα, πότε μαύρα, ποτέ κόκκινα.

RupaX είπε...

μπορεί να το γνωρίζεις αλλα αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη να σου το επισημάνω:

αυτό που κάνεις
είναι ποίηση καθαρή
τόσο καθαρή
όσο αυτή που απαιτούσαν
οι άντρες κα οι γυναίκες
που στη δεκαετία του '80 φώναζαν
παίξε πανκ ρε!

Nakahara Sunako είπε...

και να κσερεις ακριδα, ειναι αφορητα δυσκολο να παιζεις πανκ αναμεσα στα μπιφτεκια, τις πατατες και τις κοτομπουκιες.
καποιες φορες ισως κατσα πανκ.

και καθως σκουπιζα τον ιδρωτα στο μανικι μου ατενιζοντας ενα καμμενο μπιφτεκι, δακρυσα.

σ ευχαριστω.-